μεγαλόστηθος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=megalostithos | |Transliteration C=megalostithos | ||
|Beta Code=megalo/sthqos | |Beta Code=megalo/sthqos | ||
|Definition= | |Definition=μεγαλόστηθον, = [[μεγαλόστερνος]] ([[broad-chested]]), Mnesith. ap. Orib. 21.7.6 (Sup.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεγαλόστηθος''': -ον, ὁ ἔχων μέγα [[στῆθος]], Μνησίθ. παρ᾿ Ὀρειβ. ΙΙΙ. 24, 14. ― Ὑπερθετ. μεγαλοστηθότατοι, οἱ, οἱ ἔχοντες καθ᾿ ὑπερβολὴν μέγα [[στῆθος]], Ὀρειβ. ἔκδ. Dar. τ. 3, σ. 24. | |lstext='''μεγαλόστηθος''': -ον, ὁ ἔχων μέγα [[στῆθος]], Μνησίθ. παρ᾿ Ὀρειβ. ΙΙΙ. 24, 14. ― Ὑπερθετ. μεγαλοστηθότατοι, οἱ, οἱ ἔχοντες καθ᾿ ὑπερβολὴν μέγα [[στῆθος]], Ὀρειβ. ἔκδ. Dar. τ. 3, σ. 24. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μεγαλόστηθος]], -ον)<br />αυτός που έχει μεγάλο [[στήθος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:23, 25 August 2023
English (LSJ)
μεγαλόστηθον, = μεγαλόστερνος (broad-chested), Mnesith. ap. Orib. 21.7.6 (Sup.).
Greek (Liddell-Scott)
μεγαλόστηθος: -ον, ὁ ἔχων μέγα στῆθος, Μνησίθ. παρ᾿ Ὀρειβ. ΙΙΙ. 24, 14. ― Ὑπερθετ. μεγαλοστηθότατοι, οἱ, οἱ ἔχοντες καθ᾿ ὑπερβολὴν μέγα στῆθος, Ὀρειβ. ἔκδ. Dar. τ. 3, σ. 24.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μεγαλόστηθος, -ον)
αυτός που έχει μεγάλο στήθος.