πλεονοδάκτυλος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pleonodaktylos | |Transliteration C=pleonodaktylos | ||
|Beta Code=pleonoda/ktulos | |Beta Code=pleonoda/ktulos | ||
|Definition= | |Definition=πλεονοδάκτυλον, [[having more than the normal number of fingers]], Gal.19.454. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει δάχτυλα περισσότερα από τον κανονικό αριθμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλείων]] / [[πλέων]], <i>πλέονος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[δάκτυλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δάκτυλος]]), [[πρβλ]]. [[μονοδάκτυλος]]. | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει δάχτυλα περισσότερα από τον κανονικό αριθμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλείων]] / [[πλέων]], <i>πλέονος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[δάκτυλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δάκτυλος]]), [[πρβλ]]. [[μονοδάκτυλος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:24, 25 August 2023
English (LSJ)
πλεονοδάκτυλον, having more than the normal number of fingers, Gal.19.454.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει δάχτυλα περισσότερα από τον κανονικό αριθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλείων / πλέων, πλέονος + -δάκτυλος (< δάκτυλος), πρβλ. μονοδάκτυλος.