ἀκορύφωτος: Difference between revisions
From LSJ
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akoryfotos | |Transliteration C=akoryfotos | ||
|Beta Code=a)koru/fwtos | |Beta Code=a)koru/fwtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀκορύφωτον, [[not to be summed]], [[countless]], Id.s.v. [[ἄκριτα]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 09:30, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀκορύφωτον, not to be summed, countless, Id.s.v. ἄκριτα.
Spanish (DGE)
-ον
que no se puede sumar, innumerable Hsch., tb. s.u. ἄκριτα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκορύφωτος: -ον, ὃν δὲν δύναται τις να ἀριθμήσῃ ἢ συγκεφαλαιώσῃ, πολύς, Ἡσύχ. ἐν λ. ἄκριτα.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκορύφωτος, -ον) [κορυφῶ (-ώνω)]
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει φθάσει στο κορύφωμά του, στο ανώτατο σημείο του
αρχ.
ο αναρίθμητος.