νεόχρηστος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(6_16)
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neochristos
|Transliteration C=neochristos
|Beta Code=neo/xrhstos
|Beta Code=neo/xrhstos
|Definition=ον, dub. in Diotog. ap. Stob.4.1.96 (leg. <b class="b3">νεόθρεπτα</b>).
|Definition=νεόχρηστον, dub. in Diotog. ap. Stob.4.1.96 (leg. [[νεόθρεπτα]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νεόχρηστος''': -ον, [[ἀμφίβολος]] [[λέξις]] ἐν Διωτογ. παρὰ Στοβ. 251. 28, [[ἔνθα]] ἡ [[ἔννοια]] ἀπαιτεῖ λέξιν σημαίνουσαν νέον, τρυφερόν.
|lstext='''νεόχρηστος''': -ον, [[ἀμφίβολος]] [[λέξις]] ἐν Διωτογ. παρὰ Στοβ. 251. 28, [[ἔνθα]] ἡ [[ἔννοια]] ἀπαιτεῖ λέξιν σημαίνουσαν νέον, τρυφερόν.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεόχρηστος]], -ον (Α)<br />αυτός που χρησιμοποιήθηκε πρόσφατα ή αυτός που χρησιμοποιείται από νέους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρηστός]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>χρησ</i>- του <i>χρῶμαι</i>, <b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἐ</i>-<i>χρησ</i>-<i>άμην</i>), [[πρβλ]]. [[εύχρηστος]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόχρηστος Medium diacritics: νεόχρηστος Low diacritics: νεόχρηστος Capitals: ΝΕΟΧΡΗΣΤΟΣ
Transliteration A: neóchrēstos Transliteration B: neochrēstos Transliteration C: neochristos Beta Code: neo/xrhstos

English (LSJ)

νεόχρηστον, dub. in Diotog. ap. Stob.4.1.96 (leg. νεόθρεπτα).

Greek (Liddell-Scott)

νεόχρηστος: -ον, ἀμφίβολος λέξις ἐν Διωτογ. παρὰ Στοβ. 251. 28, ἔνθαἔννοια ἀπαιτεῖ λέξιν σημαίνουσαν νέον, τρυφερόν.

Greek Monolingual

νεόχρηστος, -ον (Α)
αυτός που χρησιμοποιήθηκε πρόσφατα ή αυτός που χρησιμοποιείται από νέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + χρηστός (< θ. χρησ- του χρῶμαι, πρβλ. αόρ. -χρησ-άμην), πρβλ. εύχρηστος].