ἀραιόφυλλος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=araiofyllos
|Transliteration C=araiofyllos
|Beta Code=a)raio/fullos
|Beta Code=a)raio/fullos
|Definition=[<b class="b3">ᾰρ], ον,</b> [[with scanty leaves]], Zonar.s.v. [[μανόφυλλον]].
|Definition=[ᾰρ], ον, [[with scanty leaves]], Zonar.s.v. [[μανόφυλλον]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[de escaso follaje]] Zonar.s.u. μανίφυλλον.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀραιόφυλλος''': -ον, ἔχων ὀλίγα, ἀραιὰ φύλλα, «μανίφυλλον (ἀλλ. γρ. μανόφυλλον)· ἀραιόφυλλον· μανὸν γὰρ τὸ ἀραιόν· [[οὕτως]] Ὦρος ὁ Θηβαῖος» Ζωναρ.
|lstext='''ἀραιόφυλλος''': -ον, ἔχων ὀλίγα, ἀραιὰ φύλλα, «μανίφυλλον (ἀλλ. γρ. μανόφυλλον)· ἀραιόφυλλον· μανὸν γὰρ τὸ ἀραιόν· [[οὕτως]] Ὦρος ὁ Θηβαῖος» Ζωναρ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[de escaso follaje]] Zonar.s.u. μανίφυλλον.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀραιόφυλλος]], -ον)<br />(για φυτά) αυτός που έχει αραιά φύλλα.
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀραιόφυλλος]], -ον)<br />(για φυτά) αυτός που έχει αραιά φύλλα.
}}
}}

Latest revision as of 09:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀραιόφυλλος Medium diacritics: ἀραιόφυλλος Low diacritics: αραιόφυλλος Capitals: ΑΡΑΙΟΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: araióphyllos Transliteration B: araiophyllos Transliteration C: araiofyllos Beta Code: a)raio/fullos

English (LSJ)

[ᾰρ], ον, with scanty leaves, Zonar.s.v. μανόφυλλον.

Spanish (DGE)

-ον de escaso follaje Zonar.s.u. μανίφυλλον.

German (Pape)

[Seite 343] mit spärlichen Blättern, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἀραιόφυλλος: -ον, ἔχων ὀλίγα, ἀραιὰ φύλλα, «μανίφυλλον (ἀλλ. γρ. μανόφυλλον)· ἀραιόφυλλον· μανὸν γὰρ τὸ ἀραιόν· οὕτως Ὦρος ὁ Θηβαῖος» Ζωναρ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀραιόφυλλος, -ον)
(για φυτά) αυτός που έχει αραιά φύλλα.