προωνύμιον: Difference between revisions
From LSJ
Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=προωνῠ́μιον | ||
|Medium diacritics=προωνύμιον | |Medium diacritics=προωνύμιον | ||
|Low diacritics=προωνύμιον | |Low diacritics=προωνύμιον | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proonymion | |Transliteration C=proonymion | ||
|Beta Code=prownu/mion | |Beta Code=prownu/mion | ||
|Definition=[ῠ], τό, ([[ὄνομα]]) = Lat. [[praenomen]], | |Definition=[ῠ], τό, ([[ὄνομα]]) = Lat. [[praenomen]], ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:36, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῠ], τό, (ὄνομα) = Lat. praenomen, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 801] τό, Vorname, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προωνύμιον: τό, (ὄνομα) τὸ τῶν Ρωμαίων praenomen, δηλ. τὸ πρῶτον (τὸ κύριον) ὄνομα, ὅπερ παρὰ Ρωμαίοις δὲν ἐγράφετο ὁλόκληρον, ὡς π.χ. Gn. Pompeio Γναίῳ Πομπηίῳ, Γλωσσ.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
(στους Ρωμαίους) το πρώτο, δηλ. το κύριο όνομα, το οποίο δεν γραφόταν ολόκληρο, όπως λ.χ. Γν. αῖος Πομπήιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -ωνύμιον (< -ώνυμος < ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. παρ-ωνύμιον. Το -ω- του τύπου οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Η λ. αποτελεί απόδοση του λατ. praenomen].