στροπά: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stropa | |Transliteration C=stropa | ||
|Beta Code=stropa/ | |Beta Code=stropa/ | ||
|Definition=[[ἀστραπή]], [[Πάφιοι]], Hsch. | |Definition=[[ἀστραπή]], [[Πάφιοι]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:37, 25 August 2023
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
στροπά: «ἀστραπή. Πάφιοι» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Παφίους) η αστραπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας ster- (βλ. λ. άστρο) με αντιπροσώπευση του φωνηεντικού -r- ως -ρο- στην Αρκαδοκυπριακή (πρβλ. στροπά: στορπά, βροτός: μορτός)].