πότισμα: Difference between revisions
From LSJ
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=potisma | |Transliteration C=potisma | ||
|Beta Code=po/tisma | |Beta Code=po/tisma | ||
|Definition=ατος, τό, [[draught]], Asclep. ap. Gal.14.137. | |Definition=-ατος, τό, [[draught]], Asclep. ap. Gal.14.137. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:43, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, draught, Asclep. ap. Gal.14.137.
German (Pape)
[Seite 690] τό, der Trank, Diosc.
Spanish
Greek Monolingual
-ίσματος, το, ΝΜΑ ποτίζω
η πράξη και το αποτέλεσμα του ποτίζω (α. «το πότισμα του κήπου» β. «όταν γυρίσουν τα ζώα από το πότισμα, να τους δώσετε να φάνε»)
νεοελλ.
η τεχνητή παροχή νερού σε καλλιεργημένη γη ή σε φυτά, η άρδευση.