νεκροβόρος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nekrovoros | |Transliteration C=nekrovoros | ||
|Beta Code=nekrobo/ros | |Beta Code=nekrobo/ros | ||
|Definition= | |Definition=νεκροβόρον, [[corpse-devouring]], Cyran.17. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:43, 25 August 2023
English (LSJ)
νεκροβόρον, corpse-devouring, Cyran.17.
German (Pape)
[Seite 237] Todte fressend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
νεκροβόρος: -ον, (βορὰ) ὁ νεκρὰ σώματα καταβιβρώσκων, Ὠριγέν. ΙΙΙ, 368Α, Εὐσέβ. VI, 557Α, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 1264Α.
Greek Monolingual
-ο (Α νεκροβόρος, -ον)
αυτός που τρώγει πτώματα
νεοελλ.
ζωολ. γένος κολεόπτερων σαρκοφάγων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -βόρος (< βορά), πρβλ. θυμοβόρος, ωμοβόρος].