ὀμφαλοτομία: Difference between revisions
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
(29) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omfalotomia | |Transliteration C=omfalotomia | ||
|Beta Code=o)mfalotomi/a | |Beta Code=o)mfalotomi/a | ||
|Definition= | |Definition=[[ὀμφαλοτόμος]], v. [[ὀμφαλητομία]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0343.png Seite 343]] ἡ, v. l. für [[ὀμφαλητομία]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0343.png Seite 343]] ἡ, [[varia lectio|v.l.]] für [[ὀμφαλητομία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀμφᾰλοτομία:''' ἡ Arst. = ὁμφαλητομία. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:47, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀμφαλοτόμος, v. ὀμφαλητομία.
German (Pape)
[Seite 343] ἡ, v.l. für ὀμφαλητομία.
Russian (Dvoretsky)
ὀμφᾰλοτομία: ἡ Arst. = ὁμφαλητομία.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμφᾰλοτομία: ὀμφαλοτόμος, ἴδε ὀμφαλητ-.
Greek Monolingual
η (Α ὀμφαλητομία και ὀμφαλοτομία) ομφαλοτόμος
η μετά τον τοκετό αποκοπή του ομφάλιου λώρου
νεοελλ.
ιατρ. η διατομή του ομφαλού λόγω διαπυητικής φλεγμονής τών γύρω από αυτόν κοιλιακών τοιχωμάτων.