τετρίγει: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετρίγει:''' [ῑ], Επικ. γʹ ενικ. υπερσ. του [[τρίζω]]· τετρῑγῶς, <i>-υῖα</i>, μτχ. παρακ.· τετρῑγῶτας, Επικ. αντί <i>τετριγότας</i>, αιτ. πληθ.
|lsmtext='''τετρίγει:''' [ῑ], Επικ. γʹ ενικ. υπερσ. του [[τρίζω]]· τετρῑγῶς, <i>-υῖα</i>, μτχ. παρακ.· τετρῑγῶτας, Επικ. αντί <i>τετριγότας</i>, αιτ. πληθ.
}}
}}

Latest revision as of 09:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρίγει Medium diacritics: τετρίγει Low diacritics: τετρίγει Capitals: ΤΕΤΡΙΓΕΙ
Transliteration A: tetrígei Transliteration B: tetrigei Transliteration C: tetrigei Beta Code: tetri/gei

English (LSJ)

τετρῑγυῖα, τετρῑγῶτας, v. τρίζω.

Russian (Dvoretsky)

τετρίγει: эп. 3 л. sing. ppf. к τρίζω.

Greek (Liddell-Scott)

τετρίγει: τετρῑγυῖα, τετρῑγῶτας, ἴδε τρίζω,

English (Autenrieth)

see τρίζω.

Greek Monotonic

τετρίγει: [ῑ], Επικ. γʹ ενικ. υπερσ. του τρίζω· τετρῑγῶς, -υῖα, μτχ. παρακ.· τετρῑγῶτας, Επικ. αντί τετριγότας, αιτ. πληθ.