σιφνεύς: Difference between revisions
From LSJ
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sifneys | |Transliteration C=sifneys | ||
|Beta Code=sifneu/s | |Beta Code=sifneu/s | ||
|Definition=έως, ὁ,= <b | |Definition=-έως, ὁ,= [[ἀσπάλαξ]], Lyc.121. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0887.png Seite 887]] ὁ, der Maulwurf, wegen seines blöden Gesichts, Lycophr. 121. Vgl. [[σιφλός]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σιφνεύς''': έως, ὁ, (σιφνὸς) ὁ [[ἀσπάλαξ]], κληθεὶς οὕτω διὰ τὴν νομιζομένην [[αὐτοῦ]] τυφλότητα, Λυκόφρ. 121. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br />[[ασπάλακας]], τυφλοπόντικας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιφνός]] «[[κενός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i>, λόγω του ότι ο τυφλοπόντικας ανοίγει τρύπες στη γη]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:50, 25 August 2023
English (LSJ)
-έως, ὁ,= ἀσπάλαξ, Lyc.121.
German (Pape)
[Seite 887] ὁ, der Maulwurf, wegen seines blöden Gesichts, Lycophr. 121. Vgl. σιφλός.
Greek (Liddell-Scott)
σιφνεύς: έως, ὁ, (σιφνὸς) ὁ ἀσπάλαξ, κληθεὶς οὕτω διὰ τὴν νομιζομένην αὐτοῦ τυφλότητα, Λυκόφρ. 121.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
ασπάλακας, τυφλοπόντικας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιφνός «κενός» + κατάλ. -εύς, λόγω του ότι ο τυφλοπόντικας ανοίγει τρύπες στη γη].