ταινίδιον: Difference between revisions
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tainidion | |Transliteration C=tainidion | ||
|Beta Code=taini/dion | |Beta Code=taini/dion | ||
|Definition=τό, Dim. of [[ταινία]], < | |Definition=τό, ''Dim. of'' [[ταινία]],<br><span class="bld">A</span> [[strip of linen]], Hp.''Acut.'' (''Sp.'') 15, Sor. ''Fasc.''36, al.; [[strip of skin]], Heliod. ap. Orib.45.5.3, Antyll.ib.45.26.1.<br><span class="bld">II</span> ''Dim. of'' [[ταινία]] ''III'', ''PMich.Zen.''38.8 (iii B.C.).<br><span class="bld">III</span> perhaps [[small jewel-case]], δακτύλιος χρυσοῦς ἐν -ίῳ ἐνδεδεμένος ξυλίνῳ ''IG''11(2).161 ''B''51, cf. 119, 203 ''B'' 68 (Delos, iii B.C.); <b class="b3">στλεγγίδιον χρυσοῦν ἐπὶ ταινιδίῳ</b> ib.82, cf. 91; ὅρμος χρυσοῦς ἐπὶ ταινιδίου ''Inscr.Délos'' 442 ''B''202 (ii B.C.).<br><span class="bld">IV</span> [[small ribbon]], στέφανον ἐλάας μετὰ -ου φοινικιοῦ ''SIG'' 1018 (Pergam., iii B.C.); τ. χρυσοῦν ''IG''11(2).203''B''48; <b class="b3">ὁλκὴ.. σὺν ταινιδίοις καὶ λίνῳ</b> ib.81. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:15, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, Dim. of ταινία,
A strip of linen, Hp.Acut. (Sp.) 15, Sor. Fasc.36, al.; strip of skin, Heliod. ap. Orib.45.5.3, Antyll.ib.45.26.1.
II Dim. of ταινία III, PMich.Zen.38.8 (iii B.C.).
III perhaps small jewel-case, δακτύλιος χρυσοῦς ἐν -ίῳ ἐνδεδεμένος ξυλίνῳ IG11(2).161 B51, cf. 119, 203 B 68 (Delos, iii B.C.); στλεγγίδιον χρυσοῦν ἐπὶ ταινιδίῳ ib.82, cf. 91; ὅρμος χρυσοῦς ἐπὶ ταινιδίου Inscr.Délos 442 B202 (ii B.C.).
IV small ribbon, στέφανον ἐλάας μετὰ -ου φοινικιοῦ SIG 1018 (Pergam., iii B.C.); τ. χρυσοῦν IG11(2).203B48; ὁλκὴ.. σὺν ταινιδίοις καὶ λίνῳ ib.81.
German (Pape)
[Seite 1063] τό, = Folgdm, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ταινίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ταινία, λωρὶς λινοῦ ὑφάσματος, Ἱππ. 398. 54, κτλ.
Greek Monolingual
τὸ, Α ταινία
υποκορ.
1. μικρή και στενή λωρίδα υφάσματος
2. δερμάτινο λουρί
3. μικρή κοσμηματοθήκη («δακτύλιος χρυσοῦς ἐν ταινιδίῳ ἐν δεδεμένος ξυλίνῳ», επιγρ. Δήλου)
4. λεπτό κόσμημα («στέφανον ἐλάας μετὰ ταινιδίου φοινικιοῦ», επιγρ.).