στρῶσις: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=strosis | |Transliteration C=strosis | ||
|Beta Code=strw=sis | |Beta Code=strw=sis | ||
|Definition=εως, ἡ, < | |Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[spreading]], [[covering]], Heraclid.Cum.5; τοῦ χοῦ ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1631.27 (iii A.D.); especially of the [[lectisternium]], IG22.1329.15 (ii B.C., pl.).<br><span class="bld">II</span> [[paving]], ib.42(1).102.52 (Epid., iv B.C.), ''Ephes.'' 3p.100No.8 (i A.D.); ὁδῶν D.H.3.67, Str.5.3.8; <b class="b3">τῆς πόλεως</b> Fitzler [[Steinbrüche]] p.109 (i A.D.); λίθου στρώσει πεποικιλμένα J.''BJ''7.8.3, cf. ''IG''14.317 (Thermae Himer.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρῶσις''': -εως, ἡ, τὸ στρωννύναι, ἐξαπλώνειν, καλύπτειν, Ἀθήν. 48D· ἡ [[στρωμνή]], Ἐκκλ. ΙΙ. καταστρωσις, στρώσιμον, ὁδῶν Διον. Ἁλ. 3. 67· λίθου στρώσει πεποικιλμένα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 8, 3, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5578. | |lstext='''στρῶσις''': -εως, ἡ, τὸ στρωννύναι, ἐξαπλώνειν, καλύπτειν, Ἀθήν. 48D· ἡ [[στρωμνή]], Ἐκκλ. ΙΙ. καταστρωσις, στρώσιμον, ὁδῶν Διον. Ἁλ. 3. 67· λίθου στρώσει πεποικιλμένα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 8, 3, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5578. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ώσεως, ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[στρώση]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:27, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A spreading, covering, Heraclid.Cum.5; τοῦ χοῦ POxy.1631.27 (iii A.D.); especially of the lectisternium, IG22.1329.15 (ii B.C., pl.).
II paving, ib.42(1).102.52 (Epid., iv B.C.), Ephes. 3p.100No.8 (i A.D.); ὁδῶν D.H.3.67, Str.5.3.8; τῆς πόλεως Fitzler Steinbrüche p.109 (i A.D.); λίθου στρώσει πεποικιλμένα J.BJ7.8.3, cf. IG14.317 (Thermae Himer.).
German (Pape)
[Seite 957] εως, ἡ, das Ausbreiten, Decken, Ath. II, 48 d, ὁδῶν, Pflastern, D. Hal. 3, 67.
Greek (Liddell-Scott)
στρῶσις: -εως, ἡ, τὸ στρωννύναι, ἐξαπλώνειν, καλύπτειν, Ἀθήν. 48D· ἡ στρωμνή, Ἐκκλ. ΙΙ. καταστρωσις, στρώσιμον, ὁδῶν Διον. Ἁλ. 3. 67· λίθου στρώσει πεποικιλμένα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 8, 3, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 5578.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, ΜΑ
βλ. στρώση.