χαλάζιος: Difference between revisions
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chalazios | |Transliteration C=chalazios | ||
|Beta Code=xala/zios | |Beta Code=xala/zios | ||
|Definition= | |Definition=χαλάζιον,<br><span class="bld">A</span> [[full of knots]] or [[clots]], σπέρμα Steph. ''in Hp.''2.479D.<br><span class="bld">II</span> [[epithet]] of [[Zeus]], [[god of hail]], at Cyzicus, ''JHS''24.21; of [[Apollo]] at [[Thebes]], Procl. ap. Phot.''Bibl.''p.321 B.<br><span class="bld">III</span> Subst., name of a precious stone, [[resembling a hailstone]], Orph.''L.''758, cf. [[χαλαζίας]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χαλάζιος''': -ον, [[πλήρης]] κόμβων, «ῥόζων» ἢ θρόμβων, Σχόλ. εἰς Ἱππ. 2. σ. 479 Dietz.· πρβλ. [[χαλαζώδης]] Ι. 2. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[ὄνομα]] πολυτίμου λίθου ὁμοίου πρὸς χάλαζαν, Ὀρφ. Λιθ. 752· χαλαζίας, ου, παρὰ Πλιν. 37. 73· χαλαζίτης [[λίθος]] ἐν Γεωπον. 1. 14, 1. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α [[χάλαζα]]<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] όζους, [[γεμάτος]] ογκίδια<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[χαλάζιος]]<br />ο [[λίθος]] [[χαλαζίας]]<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Χαλάζιος</i><br />[[προσωνυμία]] του [[Διός]], ως θεού του χαλαζιού. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:31, 25 August 2023
English (LSJ)
χαλάζιον,
A full of knots or clots, σπέρμα Steph. in Hp.2.479D.
II epithet of Zeus, god of hail, at Cyzicus, JHS24.21; of Apollo at Thebes, Procl. ap. Phot.Bibl.p.321 B.
III Subst., name of a precious stone, resembling a hailstone, Orph.L.758, cf. χαλαζίας.
Greek (Liddell-Scott)
χαλάζιος: -ον, πλήρης κόμβων, «ῥόζων» ἢ θρόμβων, Σχόλ. εἰς Ἱππ. 2. σ. 479 Dietz.· πρβλ. χαλαζώδης Ι. 2. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὄνομα πολυτίμου λίθου ὁμοίου πρὸς χάλαζαν, Ὀρφ. Λιθ. 752· χαλαζίας, ου, παρὰ Πλιν. 37. 73· χαλαζίτης λίθος ἐν Γεωπον. 1. 14, 1.
Greek Monolingual
-ον, Α χάλαζα
1. γεμάτος όζους, γεμάτος ογκίδια
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ χαλάζιος
ο λίθος χαλαζίας
3. ως κύριο όν. Χαλάζιος
προσωνυμία του Διός, ως θεού του χαλαζιού.