ἀπαραχώρητος: Difference between revisions
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aparachoritos | |Transliteration C=aparachoritos | ||
|Beta Code=a)paraxw/rhtos | |Beta Code=a)paraxw/rhtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀπαραχώρητον,<br><span class="bld">A</span> [[not giving ground]], [[staunch]], Plb.1.61.3. Adv. [[ἀπαραχωρήτως]], διακεῖσθαι περί τινος Id.5.106.5.<br><span class="bld">2</span> [[refusing to retire]], [[unyielding]], τὸ ἀ. τῆς ἐξουσίας D.H.10.19; φιλαρχία ἀ. 10.54, cf. Plu. 2.10a.<br><span class="bld">II</span> Pass., [[not permitted]], Sch.Opp.''H.''5.416. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no permitido]] Sch.Opp.<i>H</i>.5.416.<br /><b class="num">2</b> [[que no cede terreno]], [[que no se retira]], [[firme]] ἄνδρες Plb.1.61.3, φιλαρχία ἀ. D.H.10.54, ἀπαραχώρητοι ἐν ταῖς ζητήσεσιν Plu.2.10a<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. τῆς ἐξουσίας la negativa a retirarse de los cargos</i> D.H.10.19.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin ceder]] διακεῖσθαι Plb.5.106.5, ἀ. [[ἄμφω]] ἔχοντες no estando ninguno de los dos dispuesto a ceder</i> Ps.C.C.p.210. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0280.png Seite 280]] nicht ausweichend, standhaft, Pol. 1, 61 u. Sp.; ἀπαραχωρήτως διακεῖσθαι περὶ τῶν πρωτείων, Niemand weichen wollen, Pol. 5, 106; unnachgiebig, Plut. ed. lib. 14. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0280.png Seite 280]] nicht ausweichend, standhaft, Pol. 1, 61 u. Sp.; ἀπαραχωρήτως διακεῖσθαι περὶ τῶν πρωτείων, Niemand weichen wollen, Pol. 5, 106; unnachgiebig, Plut. ed. lib. 14. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπαραχώρητος:''' [[не отступающий]], [[неуступчивый]], [[стойкий]] Polyb., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαραχώρητος''': -ον, ὁ μὴ παραχωρῶν, ὁ μὴ ὑποχωρῶν, Πολύβ. 2. 61, 3: ― Ἐπίρρ. -τως, διακεῖσθαι [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 5. 106, 5. ΙΙ. [[ἀνένδοτος]], Διον. Ἁλ. 10. 19, Πλούτ. 2. 10Α. | |lstext='''ἀπαραχώρητος''': -ον, ὁ μὴ παραχωρῶν, ὁ μὴ ὑποχωρῶν, Πολύβ. 2. 61, 3: ― Ἐπίρρ. -τως, διακεῖσθαι [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 5. 106, 5. ΙΙ. [[ἀνένδοτος]], Διον. Ἁλ. 10. 19, Πλούτ. 2. 10Α. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπαραχώρητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν παραχωρήθηκε ή δεν μπορεί να παραχωρηθεί<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[ανεπίτρεπτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν υποχωρεί, ο [[σταθερός]] στις αποφάσεις του, [[ανένδοτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που αρνείται να αποσυρθεί, να υποχωρήσει. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπαραχώρητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν παραχωρήθηκε ή δεν μπορεί να παραχωρηθεί<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[ανεπίτρεπτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν υποχωρεί, ο [[σταθερός]] στις αποφάσεις του, [[ανένδοτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που αρνείται να αποσυρθεί, να υποχωρήσει. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀπαραχώρητον,
A not giving ground, staunch, Plb.1.61.3. Adv. ἀπαραχωρήτως, διακεῖσθαι περί τινος Id.5.106.5.
2 refusing to retire, unyielding, τὸ ἀ. τῆς ἐξουσίας D.H.10.19; φιλαρχία ἀ. 10.54, cf. Plu. 2.10a.
II Pass., not permitted, Sch.Opp.H.5.416.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no permitido Sch.Opp.H.5.416.
2 que no cede terreno, que no se retira, firme ἄνδρες Plb.1.61.3, φιλαρχία ἀ. D.H.10.54, ἀπαραχώρητοι ἐν ταῖς ζητήσεσιν Plu.2.10a
•subst. τὸ ἀ. τῆς ἐξουσίας la negativa a retirarse de los cargos D.H.10.19.
II adv. -ως sin ceder διακεῖσθαι Plb.5.106.5, ἀ. ἄμφω ἔχοντες no estando ninguno de los dos dispuesto a ceder Ps.C.C.p.210.
German (Pape)
[Seite 280] nicht ausweichend, standhaft, Pol. 1, 61 u. Sp.; ἀπαραχωρήτως διακεῖσθαι περὶ τῶν πρωτείων, Niemand weichen wollen, Pol. 5, 106; unnachgiebig, Plut. ed. lib. 14.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαραχώρητος: не отступающий, неуступчивый, стойкий Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαραχώρητος: -ον, ὁ μὴ παραχωρῶν, ὁ μὴ ὑποχωρῶν, Πολύβ. 2. 61, 3: ― Ἐπίρρ. -τως, διακεῖσθαι περί τινος ὁ αὐτ. 5. 106, 5. ΙΙ. ἀνένδοτος, Διον. Ἁλ. 10. 19, Πλούτ. 2. 10Α.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπαραχώρητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν παραχωρήθηκε ή δεν μπορεί να παραχωρηθεί
αρχ.-μσν.
ο ανεπίτρεπτος
αρχ.
1. αυτός που δεν υποχωρεί, ο σταθερός στις αποφάσεις του, ανένδοτος
2. αυτός που αρνείται να αποσυρθεί, να υποχωρήσει.