ἐντατικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=entatikos
|Transliteration C=entatikos
|Beta Code=e)ntatiko/s
|Beta Code=e)ntatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[stimulating]], [[aphrodisiac]], <span class="bibl">Xenocr.16</span>, cf. Gal.12.341, <span class="bibl">Aët.11.35</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[sexually vigorous]], [ζῷον] -άτερον πρὸς τὴν μεῖξιν <span class="title">Gp.</span>19.5.4. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἐντατικόν, τό,</b> = [[σατύριον]], Ps.-Dsc.3.128.</span>
|Definition=ἐντατική, ἐντατικόν,<br><span class="bld">A</span> [[stimulating]], [[aphrodisiac]], Xenocr.16, cf. Gal.12.341, Aët.11.35.<br><span class="bld">2</span> [[sexually vigorous]], [ζῷον] -άτερον πρὸς τὴν μεῖξιν ''Gp.''19.5.4.<br><span class="bld">II</span> [[ἐντατικόν]], τό, = [[σατύριον]], Ps.-Dsc.3.128.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 10:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντᾰτικός Medium diacritics: ἐντατικός Low diacritics: εντατικός Capitals: ΕΝΤΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: entatikós Transliteration B: entatikos Transliteration C: entatikos Beta Code: e)ntatiko/s

English (LSJ)

ἐντατική, ἐντατικόν,
A stimulating, aphrodisiac, Xenocr.16, cf. Gal.12.341, Aët.11.35.
2 sexually vigorous, [ζῷον] -άτερον πρὸς τὴν μεῖξιν Gp.19.5.4.
II ἐντατικόν, τό, = σατύριον, Ps.-Dsc.3.128.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 medic., de fármacos estimulante, que produce la erección, afrodisíaco ἐ. πρὸς συνουσίαν Xenocr.8, φάρμακα τὰ τῶν αἰδοίων ἐντατικά Gal.8.449, cf. 12.341, Ruf.Sat.Gon.19, Sch.Nic.Al.264b, ἐντατικαὶ δυνάμεις propiedades afrodisíacas Paul.Aeg.7.3 (p.197)
subst. τὸ ἐντατικόν afrodisíaco Aët.6.35, Paul.Aeg.3.18.5, Hippiatr.Cant.10 tít.
2 de anim. macho provisto de vigor sexual ἐντατικώτερον αὐτὸ (ζῶον) πρὸς τὴν μίξιν ποιεῖ Gp.19.5.4.
3 bot., subst. τὸ ἐ. planta no identificada del género de las liliáceas, quizá Fritillaria graeca L., o de las orquidáceas, quizá Serapias cordigera L., Ps.Dsc.3.128.

German (Pape)

[Seite 853] anspannend, anstrengend, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντᾰτικός: -ή, -όν, ἐρεθιστικός, διεγερτικός, ἀφροσιδιακός, Matthaei Med. 10· στυτικὸς, τὸ πολύγονον βοτάνη ἐστὶν ἐν τῷ πίνεσθαι ἐντατικὴ Σχόλ, εἰς Νικ. Ἀλεξανδρ. 264. ΙΙ. ὡς οὐσ., ἐντατικόν, τό, εἶδος φυτοῦ ἐρεθιστικοῦ πρὸς συνουσίαν, = στατύριον τὸ ἐρυθρόνιον Διοσκ. 3. 134 (144).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐντατικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται με έντονη προσπάθεια («εντατική μελέτη», «εντατικά τμήματα»)
2. (για μηχάνημα) αυτός που χρησιμεύει για έντασηεντατικός κοχλίας»)
μσν.
(για ζώο) αυτός που έχει γενετήσιο οργασμό
αρχ.
1. αυτός που ερεθίζει για συνουσία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐντατικόν
διεγερτικό βοτάνι.