Ἰαλυσός: Difference between revisions
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Ialysos | |Transliteration C=Ialysos | ||
|Beta Code=*)ialuso/s | |Beta Code=*)ialuso/s | ||
|Definition=Ion. Ἰηλυσός, ἡ, one of the three Dorian cities of Rhodes, | |Definition=Ion. [[Ἰηλυσός]], ἡ, one of the three Dorian cities of Rhodes, Il.2.656, Hdt.1.144, Pi.''O.''7.74, Timocr.1.7, Str.14.2.12: Ἰαλυσία, ἡ, its territory, D.S.5.57:—Adj. Ἰηλύσιος, α, ον, D.P. 505. [ῡ in Hom., ῠ in D.P., doubtful in Pi.; ῐ exc. in Timocr.l.c. and [[Ἰαλυσοῖο]] () ''AP''7.716 (Dionys.).] | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ἰᾱλυσός''': Ἰων. Ἰηλυσός, ἡ, μία τῶν τριῶν Δωρ. [[πόλεων]] τῆς νήσου Ρόδου, Ἰλ. Β. 656, Ἡρόδ. 1. 144, πρβλ. Πινδ. Ο. 7. 136, Στράβωνα 655· ἡ Ἰαλυσία, ἡ περὶ τὴν Ἰαλυσὸν [[χώρα]], Διόδ. 5. 57· ἐπίθ. Ἰηλύσιος, α, ον, Διον. Π. 505. ― Καθ’ Ἡσύχ. «Ἰαλύσια· τὰ ἐν Ἰαλυσῷ νομίσματα». Παρὰ Πινδ. ἡ παραλήγ. [[εἶναι]] βραχεῖα· ἀλλὰ παρ’ Ὁμήρῳ μακρὰ, [[ὅθεν]] διάφ. γραφ. Ἰηλυσσός. 2) Ἰήλυσσος, ου, ὁ, [[ὄνομα]] ἀνδρός, Ἀθήν. 296C. | |lstext='''Ἰᾱλυσός''': Ἰων. Ἰηλυσός, ἡ, μία τῶν τριῶν Δωρ. [[πόλεων]] τῆς νήσου Ρόδου, Ἰλ. Β. 656, Ἡρόδ. 1. 144, πρβλ. Πινδ. Ο. 7. 136, Στράβωνα 655· ἡ Ἰαλυσία, ἡ περὶ τὴν Ἰαλυσὸν [[χώρα]], Διόδ. 5. 57· ἐπίθ. Ἰηλύσιος, α, ον, Διον. Π. 505. ― Καθ’ Ἡσύχ. «Ἰαλύσια· τὰ ἐν Ἰαλυσῷ νομίσματα». Παρὰ Πινδ. ἡ παραλήγ. [[εἶναι]] βραχεῖα· ἀλλὰ παρ’ Ὁμήρῳ μακρὰ, [[ὅθεν]] διάφ. γραφ. Ἰηλυσσός. 2) Ἰήλυσσος, ου, ὁ, [[ὄνομα]] ἀνδρός, Ἀθήν. 296C. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
Ion. Ἰηλυσός, ἡ, one of the three Dorian cities of Rhodes, Il.2.656, Hdt.1.144, Pi.O.7.74, Timocr.1.7, Str.14.2.12: Ἰαλυσία, ἡ, its territory, D.S.5.57:—Adj. Ἰηλύσιος, α, ον, D.P. 505. [ῡ in Hom., ῠ in D.P., doubtful in Pi.; ῐ exc. in Timocr.l.c. and Ἰαλυσοῖο () AP7.716 (Dionys.).]
Greek (Liddell-Scott)
Ἰᾱλυσός: Ἰων. Ἰηλυσός, ἡ, μία τῶν τριῶν Δωρ. πόλεων τῆς νήσου Ρόδου, Ἰλ. Β. 656, Ἡρόδ. 1. 144, πρβλ. Πινδ. Ο. 7. 136, Στράβωνα 655· ἡ Ἰαλυσία, ἡ περὶ τὴν Ἰαλυσὸν χώρα, Διόδ. 5. 57· ἐπίθ. Ἰηλύσιος, α, ον, Διον. Π. 505. ― Καθ’ Ἡσύχ. «Ἰαλύσια· τὰ ἐν Ἰαλυσῷ νομίσματα». Παρὰ Πινδ. ἡ παραλήγ. εἶναι βραχεῖα· ἀλλὰ παρ’ Ὁμήρῳ μακρὰ, ὅθεν διάφ. γραφ. Ἰηλυσσός. 2) Ἰήλυσσος, ου, ὁ, ὄνομα ἀνδρός, Ἀθήν. 296C.