μυριόπους: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
(6_14)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myriopous
|Transliteration C=myriopous
|Beta Code=murio/pous
|Beta Code=murio/pous
|Definition=ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">ten-thousand-footed, many-footed</b>, σκώληξ <span class="bibl">Tz.<span class="title">H.</span>13.561</span>, Sch.<span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>805</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">having sides ten thousand feet long</b>, τρίγωνον <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>6.2.4</span>.</span>
|Definition=ὁ, ἡ, μυριόπουν, τό, gen. ποδος,<br><span class="bld">A</span> [[ten-thousand-footed]], [[many-footed]], σκώληξ Tz.''H.''13.561, Sch.Nic.''Th.''805.<br><span class="bld">II</span> [[having sides ten thousand feet long]], τρίγωνον [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 6.2.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῡριόπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων μυρίους πόδας, [[πολύπους]], [[σκώληξ]] Νικ. Θ. 812, Τζέτζ. Ἱστ. 13, 561. ΙΙ. ὁ ἔχων μυρίων ποδῶν [[μῆκος]] ἢ [[πλάτος]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 2, 4.
|lstext='''μῡριόπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων μυρίους πόδας, [[πολύπους]], [[σκώληξ]] Νικ. Θ. 812, Τζέτζ. Ἱστ. 13, 561. ΙΙ. ὁ ἔχων μυρίων ποδῶν [[μῆκος]] ἢ [[πλάτος]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 2, 4.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυριόπους]], -ουν (ΑΜ)<br />αυτός που έχει αναρίθμητα πόδια<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[μήκος]] ή [[πλάτος]] μυρίων ποδών ή που έχει πλευρές μήκους μυρίων ποδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πούς]].
}}
}}

Latest revision as of 10:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐόπους Medium diacritics: μυριόπους Low diacritics: μυριόπους Capitals: ΜΥΡΙΟΠΟΥΣ
Transliteration A: myriópous Transliteration B: myriopous Transliteration C: myriopous Beta Code: murio/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, μυριόπουν, τό, gen. ποδος,
A ten-thousand-footed, many-footed, σκώληξ Tz.H.13.561, Sch.Nic.Th.805.
II having sides ten thousand feet long, τρίγωνον Thphr. CP 6.2.4.

German (Pape)

[Seite 219] ποδος, zehntausendfüßig, mit unzählig vielen Füßen, zehntausend Fuß lang, breit, Theophr. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων μυρίους πόδας, πολύπους, σκώληξ Νικ. Θ. 812, Τζέτζ. Ἱστ. 13, 561. ΙΙ. ὁ ἔχων μυρίων ποδῶν μῆκοςπλάτος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 2, 4.

Greek Monolingual

μυριόπους, -ουν (ΑΜ)
αυτός που έχει αναρίθμητα πόδια
αρχ.
αυτός που έχει μήκος ή πλάτος μυρίων ποδών ή που έχει πλευρές μήκους μυρίων ποδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -πούς.