δυσκατόρθωτος: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dyskatorthotos | |Transliteration C=dyskatorthotos | ||
|Beta Code=duskato/rqwtos | |Beta Code=duskato/rqwtos | ||
|Definition= | |Definition=δυσκατόρθωτον,<br><span class="bld">A</span> [[hard to succeed in]], ἔργον Demetr.''Eloc.''127, Ph.2.83, Gal.''UP''15.7; [[τυραννίς]] Chio ''Ep.''15 (Comp.).<br><span class="bld">II</span> [[hard to set right]], [[remedy]], σπάνις τῶν ἀναγκαίων J.''AJ''2.5.6. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[de difícil éxito]], [[de difícil arreglo]], [[que no tiene fácil solución]] πρᾶγμα Demetr.<i>Eloc</i>.127, ἔργον Gal.4.248, Gr.Nyss.<i>Res</i>.310.3, cf. Ph.2.83, ἡ [[συμμετρία]] τῆς ἑψήσεως Gal.11.134, ἐπιτάγματα Ath.Al.M.27.321D, τὸ ἀγαθόν Gr.Nyss.<i>Perf</i>.213.1, cf. Eus.<i>DE</i> 1.3 (p.17.15), Basil.M.29.257B, Chrys.M.47.402, Cyr.Al.<i>Luc</i>.2.83, <i>Hippiatr</i>.104.5<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. [[τὸ δυσκατόρθωτον]] = [[la dificultad de implantación]] de una [[doctrina]], Gal.17(2).347, Thdr.Mops.M.66.900D.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de remediar]], [[difícil de solucionar]] o [[difícil de corregir]] τυραννίς Chio 15.3, ἡ σπάνις τῶν ἀναγκαίων I.<i>AI</i> 2.85, τῆς ψυχῆς πάθη Marc.Er.<i>Opusc</i>.M.65.1045B. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσκατόρθωτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἐπιτύχῃ τις ἢ νὰ κατορθώσῃ, Δημ. Φαλ. 127, Γαλην. | |lstext='''δυσκατόρθωτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἐπιτύχῃ τις ἢ νὰ κατορθώσῃ, Δημ. Φαλ. 127, Γαλην. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[δυσκατόρθωτος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα κατορθώνεται ή επιτυγχάνεται<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δύσκολα θεραπεύεται. | |mltxt=-η, -ο (Α [[δυσκατόρθωτος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα κατορθώνεται ή επιτυγχάνεται<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δύσκολα θεραπεύεται. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:44, 25 August 2023
English (LSJ)
δυσκατόρθωτον,
A hard to succeed in, ἔργον Demetr.Eloc.127, Ph.2.83, Gal.UP15.7; τυραννίς Chio Ep.15 (Comp.).
II hard to set right, remedy, σπάνις τῶν ἀναγκαίων J.AJ2.5.6.
Spanish (DGE)
-ον
1 de difícil éxito, de difícil arreglo, que no tiene fácil solución πρᾶγμα Demetr.Eloc.127, ἔργον Gal.4.248, Gr.Nyss.Res.310.3, cf. Ph.2.83, ἡ συμμετρία τῆς ἑψήσεως Gal.11.134, ἐπιτάγματα Ath.Al.M.27.321D, τὸ ἀγαθόν Gr.Nyss.Perf.213.1, cf. Eus.DE 1.3 (p.17.15), Basil.M.29.257B, Chrys.M.47.402, Cyr.Al.Luc.2.83, Hippiatr.104.5
•neutr. subst. τὸ δυσκατόρθωτον = la dificultad de implantación de una doctrina, Gal.17(2).347, Thdr.Mops.M.66.900D.
2 difícil de remediar, difícil de solucionar o difícil de corregir τυραννίς Chio 15.3, ἡ σπάνις τῶν ἀναγκαίων I.AI 2.85, τῆς ψυχῆς πάθη Marc.Er.Opusc.M.65.1045B.
German (Pape)
[Seite 682] schwer zurecht zu bringen, zu verbessern, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκατόρθωτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἐπιτύχῃ τις ἢ νὰ κατορθώσῃ, Δημ. Φαλ. 127, Γαλην.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δυσκατόρθωτος, -ον)
αυτός που δύσκολα κατορθώνεται ή επιτυγχάνεται
αρχ.
αυτός που δύσκολα θεραπεύεται.