δίωρος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
(9)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dioros
|Transliteration C=dioros
|Beta Code=di/wros
|Beta Code=di/wros
|Definition=[<b class="b3">ῐ], ον,</b> (ὅρος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">having two boundary stones</b>, λόφος <span class="title">Schwyzer</span> 664.20 (Orchom. Arc., iv B. C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">δίωρον· ἀσύμφωνον, οἱ δὲ ἀνόμοιον, διάφωνον</b>, Hsch.</span>
|Definition=[ῐ], ον, ([[ὅρος]])<br><span class="bld">A</span> [[having two boundary stones]], λόφος ''Schwyzer'' 664.20 (Orchom. Arc., iv B. C.).<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">δίωρον· ἀσύμφωνον, οἱ δὲ ἀνόμοιον, διάφωνον</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (AM [[δίωρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί δύο ώρες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίωρο</i><br />[[χρονικό]] [[διάστημα]] δύο ωρών.———————— <b>(II)</b><br />[[δίωρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύο οροθετικούς λίθους.
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (AM [[δίωρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί δύο ώρες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίωρο</i><br />[[χρονικό]] [[διάστημα]] δύο ωρών.<br /><b>(II)</b><br />[[δίωρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύο οροθετικούς λίθους.
}}
}}

Latest revision as of 10:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίωρος Medium diacritics: δίωρος Low diacritics: δίωρος Capitals: ΔΙΩΡΟΣ
Transliteration A: díōros Transliteration B: diōros Transliteration C: dioros Beta Code: di/wros

English (LSJ)

[ῐ], ον, (ὅρος)
A having two boundary stones, λόφος Schwyzer 664.20 (Orchom. Arc., iv B. C.).
II δίωρον· ἀσύμφωνον, οἱ δὲ ἀνόμοιον, διάφωνον, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
que sirve de mojón o línea divisoria, que es la linde λόφος Schwyzer 664.20 (Orcómeno IV a.C.), cf. δίορος, δίσορος.
-ον
1 de dos tiempos, desacordado Hsch.
2 astrol., subst. τὸ δ. doble hora Vett.Val.365.21, 27, 366.11.

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (AM δίωρος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που διαρκεί δύο ώρες
2. το ουδ. ως ουσ. το δίωρο
χρονικό διάστημα δύο ωρών.
(II)
δίωρος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύο οροθετικούς λίθους.