ἀνεπίδεκτος: Difference between revisions
Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anepidektos | |Transliteration C=anepidektos | ||
|Beta Code=a)nepi/dektos | |Beta Code=a)nepi/dektos | ||
|Definition=ον | |Definition=ἀνεπίδεκτον, [[not accepting]], [[unaccepting]], [[not-admitting]], [[unadmitting]], [[inadmissible]], [[unacceptable]], [[impossible]], νόμων Phld.''Rh.''1.383S.; κοκοῦ S.E.''M.''9.33, cf. D.L.3.77, Alex.Aphr. ''in Metaph.''393.13, Id.''in Top.''210.16. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inaceptable]] τὸ κατὰ τοῦ Πνεύματος βλάσφημον οὐκ ἀ. πάντως τὴν μετάγνωσιν ἕξει Vict.<i>Mc</i>.3.29<br /><b class="num">•</b>[[inadmisible para la mente]], [[imposible]] τὸ παντελῶς ἀδύνατον καὶ ἀ. Gr.Naz.M.36.116C.<br /><b class="num">2</b> [[que no se puede obtener]], [[inalcanzable]] τὴν ... ἀ. τῶν ἱερῶν δογμάτων ἐπιστήμην Cyr.Al.M.77.889C.<br /><b class="num">3</b> de opuestos [[incompatible]] Basil.M.29.376A.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que no admite]] νόμων Phld.<i>Rh</i>.1.383, κακοῦ S.E.<i>M</i>.9.33, cf. Ph.1.17, 2.492, D.L.3.77, Alex.Aphr.<i>in Metaph</i>.393.13, <i>in Top</i>.210.16, Ath.Al.M.26.1104C.<br /><b class="num">2</b> [[que no puede admitir o experimentar]] ἀ. γὰρ ἡ θεία φύσις παντὸς πάθους Procl.CP <i>Arm</i>.10 (p.192.6), cf. Meth.<i>Res</i>.3.18.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως: ἀ. ἔχειν [[ser incapaz]] κοινωνῆσαι φύσει ἀνθρωπίνῃ Ath.Al.M.26.1136C. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0224.png Seite 224]] der etwas nicht auffassen, begreifen kann, λόγων, Sp.; unfähig, κακίας, Sp.; unzulässig, unmöglich, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0224.png Seite 224]] der etwas nicht auffassen, begreifen kann, λόγων, Sp.; unfähig, κακίας, Sp.; unzulässig, unmöglich, Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνεπίδεκτος:''' [[невосприимчивый]], [[неспособный]] (τινος Diog. L., Sext.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεπίδεκτος''': -ον, ὁ μὴ ἐπιδεχόμενός τι, ἀνεπίδ. κακοῦ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 33, - «ὁ χρυσὸς τοῦ ἰοῦ ἀνεπίδεκτός ἐστι» Εὐστ. 548. 45· πρβλ. Διογ. Λ. 3. 77 2) [[ἀπαράδεκτος]], Γρηγ. Ναζ.: πρβλ. [[ἀνεγχώρητος]]. - Ἐπίρρ. -τως Ἀθανάσ. | |lstext='''ἀνεπίδεκτος''': -ον, ὁ μὴ ἐπιδεχόμενός τι, ἀνεπίδ. κακοῦ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 33, - «ὁ χρυσὸς τοῦ ἰοῦ ἀνεπίδεκτός ἐστι» Εὐστ. 548. 45· πρβλ. Διογ. Λ. 3. 77 2) [[ἀπαράδεκτος]], Γρηγ. Ναζ.: πρβλ. [[ἀνεγχώρητος]]. - Ἐπίρρ. -τως Ἀθανάσ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεπίδεκτος]], -ον)<br />[[εκείνος]] που δεν [[είναι]] [[επιδεκτικός]] σε [[κάτι]], που [[είναι]] [[ανίκανος]] να δεχθεί [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απαράδεκτος]], [[ανάρμοστος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεπίδεκτος]], -ον)<br />[[εκείνος]] που δεν [[είναι]] [[επιδεκτικός]] σε [[κάτι]], που [[είναι]] [[ανίκανος]] να δεχθεί [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απαράδεκτος]], [[ανάρμοστος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:45, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνεπίδεκτον, not accepting, unaccepting, not-admitting, unadmitting, inadmissible, unacceptable, impossible, νόμων Phld.Rh.1.383S.; κοκοῦ S.E.M.9.33, cf. D.L.3.77, Alex.Aphr. in Metaph.393.13, Id.in Top.210.16.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inaceptable τὸ κατὰ τοῦ Πνεύματος βλάσφημον οὐκ ἀ. πάντως τὴν μετάγνωσιν ἕξει Vict.Mc.3.29
•inadmisible para la mente, imposible τὸ παντελῶς ἀδύνατον καὶ ἀ. Gr.Naz.M.36.116C.
2 que no se puede obtener, inalcanzable τὴν ... ἀ. τῶν ἱερῶν δογμάτων ἐπιστήμην Cyr.Al.M.77.889C.
3 de opuestos incompatible Basil.M.29.376A.
II 1que no admite νόμων Phld.Rh.1.383, κακοῦ S.E.M.9.33, cf. Ph.1.17, 2.492, D.L.3.77, Alex.Aphr.in Metaph.393.13, in Top.210.16, Ath.Al.M.26.1104C.
2 que no puede admitir o experimentar ἀ. γὰρ ἡ θεία φύσις παντὸς πάθους Procl.CP Arm.10 (p.192.6), cf. Meth.Res.3.18.
III adv. -ως: ἀ. ἔχειν ser incapaz κοινωνῆσαι φύσει ἀνθρωπίνῃ Ath.Al.M.26.1136C.
German (Pape)
[Seite 224] der etwas nicht auffassen, begreifen kann, λόγων, Sp.; unfähig, κακίας, Sp.; unzulässig, unmöglich, Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπίδεκτος: невосприимчивый, неспособный (τινος Diog. L., Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίδεκτος: -ον, ὁ μὴ ἐπιδεχόμενός τι, ἀνεπίδ. κακοῦ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 33, - «ὁ χρυσὸς τοῦ ἰοῦ ἀνεπίδεκτός ἐστι» Εὐστ. 548. 45· πρβλ. Διογ. Λ. 3. 77 2) ἀπαράδεκτος, Γρηγ. Ναζ.: πρβλ. ἀνεγχώρητος. - Ἐπίρρ. -τως Ἀθανάσ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεπίδεκτος, -ον)
εκείνος που δεν είναι επιδεκτικός σε κάτι, που είναι ανίκανος να δεχθεί κάτι
αρχ.
απαράδεκτος, ανάρμοστος.