ἀπομειλίσσομαι: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apomeilissomai
|Transliteration C=apomeilissomai
|Beta Code=a)pomeili/ssomai
|Beta Code=a)pomeili/ssomai
|Definition=Att. ἀπομειλίττομαι, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[appease]], [[allay]], θεοῦ μῆνιν <span class="bibl">D.H. 1.38</span>; πεῖναν <span class="bibl">Ph.2.477</span>; τινά <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>19.9.2</span>; θεούς <span class="bibl">Porph.<span class="title">Marc.</span>2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[expiate]], τὰς τῶν πολλῶν ἁμαρτίας <span class="bibl">Id.<span class="title">Abst.</span>4.5</span>.</span>
|Definition=Att. [[ἀπομειλίττομαι]],<br><span class="bld">A</span> [[appease]], [[allay]], θεοῦ μῆνιν D.H. 1.38; πεῖναν Ph.2.477; τινά J.''AJ''19.9.2; θεούς Porph.''Marc.''2.<br><span class="bld">II</span> [[expiate]], τὰς τῶν πολλῶν ἁμαρτίας Id.''Abst.''4.5.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττομαι<br /><b class="num">1</b> [[calmar]], [[mitigar]] τὴν τοῦ θεοῦ μῆνιν D.H.1.38, πεῖνάν τε καὶ δίψαν Ph.2.477, πρεσβευσάμενοι γὰρ Κλαύδιον ἀπεμειλίξαντο I.<i>AI</i> 19.366, τοὺς γενεθλίους θεούς Porph.<i>Marc</i>.2, τὸν πατέρα Them.<i>Or</i>.15.191a, αὐτοὺς μιμήσει τινὶ τὸ τῆς φύσεως ἄλογον ἀπομειλιττομένους Aristid.Quint.129.7, cf. 92.9.<br /><b class="num">2</b> [[expiar]] τὰς τῶς πολλῶν ἁμαρτίας Porph.<i>Abst</i>.4.5.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπομειλίσσομαι''': Ἀττ. -ίττομαι: μέλλ. ἀπομειλίξομαι, ἀποθ., [[καταπραΰνω]], [[καθησυχάζω]], ἀπομειλιττόμενος τὴν τοῦ θεοῦ μῆνιν Διον. Ἁλ. 1. 38· [[καταπαύω]], πεῖναν Φίλων. 2. 477.
|lstext='''ἀπομειλίσσομαι''': Ἀττ. -ίττομαι: μέλλ. ἀπομειλίξομαι, ἀποθ., [[καταπραΰνω]], [[καθησυχάζω]], ἀπομειλιττόμενος τὴν τοῦ θεοῦ μῆνιν Διον. Ἁλ. 1. 38· [[καταπαύω]], πεῖναν Φίλων. 2. 477.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττομαι<br /><b class="num">1</b> [[calmar]], [[mitigar]] τὴν τοῦ θεοῦ μῆνιν D.H.1.38, πεῖνάν τε καὶ δίψαν Ph.2.477, πρεσβευσάμενοι γὰρ Κλαύδιον ἀπεμειλίξαντο I.<i>AI</i> 19.366, τοὺς γενεθλίους θεούς Porph.<i>Marc</i>.2, τὸν πατέρα Them.<i>Or</i>.15.191a, αὐτοὺς μιμήσει τινὶ τὸ τῆς φύσεως ἄλογον ἀπομειλιττομένους Aristid.Quint.129.7, cf. 92.9.<br /><b class="num">2</b> [[expiar]] τὰς τῶς πολλῶν ἁμαρτίας Porph.<i>Abst</i>.4.5.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπομειλίσσομαι]] (Α)<br />καταπραΰνω, [[καθησυχάζω]].
|mltxt=[[ἀπομειλίσσομαι]] (Α)<br />καταπραΰνω, [[καθησυχάζω]].
}}
}}

Latest revision as of 10:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπομειλίσσομαι Medium diacritics: ἀπομειλίσσομαι Low diacritics: απομειλίσσομαι Capitals: ΑΠΟΜΕΙΛΙΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: apomeilíssomai Transliteration B: apomeilissomai Transliteration C: apomeilissomai Beta Code: a)pomeili/ssomai

English (LSJ)

Att. ἀπομειλίττομαι,
A appease, allay, θεοῦ μῆνιν D.H. 1.38; πεῖναν Ph.2.477; τινά J.AJ19.9.2; θεούς Porph.Marc.2.
II expiate, τὰς τῶν πολλῶν ἁμαρτίας Id.Abst.4.5.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττομαι
1 calmar, mitigar τὴν τοῦ θεοῦ μῆνιν D.H.1.38, πεῖνάν τε καὶ δίψαν Ph.2.477, πρεσβευσάμενοι γὰρ Κλαύδιον ἀπεμειλίξαντο I.AI 19.366, τοὺς γενεθλίους θεούς Porph.Marc.2, τὸν πατέρα Them.Or.15.191a, αὐτοὺς μιμήσει τινὶ τὸ τῆς φύσεως ἄλογον ἀπομειλιττομένους Aristid.Quint.129.7, cf. 92.9.
2 expiar τὰς τῶς πολλῶν ἁμαρτίας Porph.Abst.4.5.

German (Pape)

[Seite 314] wieder besänftigen, Dion. Hal. 1, 38 τὴν τοῦ θεοῦ μῆνιν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομειλίσσομαι: Ἀττ. -ίττομαι: μέλλ. ἀπομειλίξομαι, ἀποθ., καταπραΰνω, καθησυχάζω, ἀπομειλιττόμενος τὴν τοῦ θεοῦ μῆνιν Διον. Ἁλ. 1. 38· καταπαύω, πεῖναν Φίλων. 2. 477.

Greek Monolingual

ἀπομειλίσσομαι (Α)
καταπραΰνω, καθησυχάζω.