μολόχινος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=molochinos
|Transliteration C=molochinos
|Beta Code=molo/xinos
|Beta Code=molo/xinos
|Definition=η, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">made of mallow-fibre</b>, <b class="b3">μολόχινα</b> (sc. <b class="b3">ἱμάτια</b>), τά, <span class="title">Peripl.M.Rubr.</span>6; <b class="b3">μ. ὀθόνιον, σινδόνες</b>, ib.49, 48; μαφόρια <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>7033.39</span> (v A.D.), cf. Isid.<span class="title">Etym.</span>19.22.12; μ. ἔμπλαστρος Androm. ap. Gal.13.490.</span>
|Definition=η, ον, [[made of mallow-fibre]], [[μολόχινα]] (''[[sc.]]'' [[ἱμάτια]]), τά, ''Peripl.M.Rubr.''6; <b class="b3">μ. ὀθόνιον, σινδόνες</b>, ib.49, 48; μαφόρια ''Sammelb.''7033.39 (v A.D.), cf. Isid.''Etym.''19.22.12; μ. ἔμπλαστρος Androm. ap. Gal.13.490.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />fait de fibre de mauve (tissu) ; couleur de mauve (tissu).<br />'''Étymologie:''' [[μολόχιον]].
}}
{{ls
|lstext='''μολόχῐνος''': -η, -ον, ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τῆς μολόχης, μολόχινα (δηλ. ἱμάτια), τά, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. 5.
}}
{{grml
|mltxt=[[μολόχινος]], -ίνη, -ον (Α) [[μολόχη]]<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από ίνες μολόχας ή αυτός που έχει το [[χρώμα]] της μολόχας («μολόχιναι σινδόνες», Περ. Ερ. Θαλ.)<br /><b>2.</b> ο κατασκευασμένος από [[μολόχα]] («[[μολόχινος]] [[ἔμπλαστρος]]», <b>Γαλ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 10:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολόχῐνος Medium diacritics: μολόχινος Low diacritics: μολόχινος Capitals: ΜΟΛΟΧΙΝΟΣ
Transliteration A: molóchinos Transliteration B: molochinos Transliteration C: molochinos Beta Code: molo/xinos

English (LSJ)

η, ον, made of mallow-fibre, μολόχινα (sc. ἱμάτια), τά, Peripl.M.Rubr.6; μ. ὀθόνιον, σινδόνες, ib.49, 48; μαφόρια Sammelb.7033.39 (v A.D.), cf. Isid.Etym.19.22.12; μ. ἔμπλαστρος Androm. ap. Gal.13.490.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait de fibre de mauve (tissu) ; couleur de mauve (tissu).
Étymologie: μολόχιον.

Greek (Liddell-Scott)

μολόχῐνος: -η, -ον, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τῆς μολόχης, μολόχινα (δηλ. ἱμάτια), τά, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. 5.

Greek Monolingual

μολόχινος, -ίνη, -ον (Α) μολόχη
1. αυτός που αποτελείται από ίνες μολόχας ή αυτός που έχει το χρώμα της μολόχας («μολόχιναι σινδόνες», Περ. Ερ. Θαλ.)
2. ο κατασκευασμένος από μολόχαμολόχινος ἔμπλαστρος», Γαλ.).