ὁριστός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oristos | |Transliteration C=oristos | ||
|Beta Code=o(risto/s | |Beta Code=o(risto/s | ||
|Definition= | |Definition=ὁριστή, ὁριστόν,<br><span class="bld">A</span> [[definable]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]'' 998b6, Plu.2.720b, A.D.''Pron.''27.18,al.<br><span class="bld">2</span> of land, delimited, Abh. Berl.Akad.1925(5).21 (Cyrene). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />déterminé, défini ; qu'on peut déterminer, définir.<br />'''Étymologie:''' [[ὁρίζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁριστός:''' [[определяемый]], [[определенный]]: οἱ ὁρισμοὶ καὶ τὰ ὁριστά Arst. определения и их содержания. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁριστός''': -ή, -όν, οὗ δύναταί τις νὰ δώσῃ τὸν ὁρισμόν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 3, Πλούτ. 2. 720Β. | |lstext='''ὁριστός''': -ή, -όν, οὗ δύναταί τις νὰ δώσῃ τὸν ὁρισμόν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 3, Πλούτ. 2. 720Β. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁριστός]], -ή, -όν (Α) [[ορίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[δεκτικός]] ορισμού, που μπορεί να οριστεί<br /><b>2.</b> (για [[κτήμα]]) καθορισμένο με όρια, οριοθετημένο. | |mltxt=[[ὁριστός]], -ή, -όν (Α) [[ορίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[δεκτικός]] ορισμού, που μπορεί να οριστεί<br /><b>2.</b> (για [[κτήμα]]) καθορισμένο με όρια, οριοθετημένο. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:48, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁριστή, ὁριστόν,
A definable, Arist.Metaph. 998b6, Plu.2.720b, A.D.Pron.27.18,al.
2 of land, delimited, Abh. Berl.Akad.1925(5).21 (Cyrene).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
déterminé, défini ; qu'on peut déterminer, définir.
Étymologie: ὁρίζω.
Russian (Dvoretsky)
ὁριστός: определяемый, определенный: οἱ ὁρισμοὶ καὶ τὰ ὁριστά Arst. определения и их содержания.
Greek (Liddell-Scott)
ὁριστός: -ή, -όν, οὗ δύναταί τις νὰ δώσῃ τὸν ὁρισμόν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 3, Πλούτ. 2. 720Β.
Greek Monolingual
ὁριστός, -ή, -όν (Α) ορίζω
1. αυτός που είναι δεκτικός ορισμού, που μπορεί να οριστεί
2. (για κτήμα) καθορισμένο με όρια, οριοθετημένο.