ὑπόξυρος: Difference between revisions
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(6_18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypoksyros | |Transliteration C=ypoksyros | ||
|Beta Code=u(po/curos | |Beta Code=u(po/curos | ||
|Definition= | |Definition=ὑπόξυρον, [[cut away as if by a razor]], of an aquiline nose, Hp.''Epid.''6.8.26; [[γαστέρας]], i.e. [[flattened]], Id.''Prorrh.''2.23, as Littré (for [[ἀποζύμους]] of most codd.) after Gal.19.149, cf. ''Art.''77 (v. [[ὑπόξηρος]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπόξῠρος''': -ον, ὁ κεκομμένος πως ὡς διὰ ξυραφίου, πεπλατυσμένος, ἅμα δὲ καὶ τὰς γαστέρας ὑποξύρους ([[ἔνθα]] ἀποζύμους Kühn) Ἱππ. 105C, 1201D, ὡς γράφει ὁ Littré ἑπόμενος τῷ Γαληνῷ (ἴδε Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 584. [[ἔνθα]]: «ὑποξύρους, ταπεινοτέρας, προσεσταλμένας. Εὕρηται δὲ ἐπὶ γαστέρων ἐν τῷ μείζονι Προρρητικῷ»). (κοινῶς φέρεται [[ὑπόξηρος]]). | |lstext='''ὑπόξῠρος''': -ον, ὁ κεκομμένος πως ὡς διὰ ξυραφίου, πεπλατυσμένος, ἅμα δὲ καὶ τὰς γαστέρας ὑποξύρους ([[ἔνθα]] ἀποζύμους Kühn) Ἱππ. 105C, 1201D, ὡς γράφει ὁ Littré ἑπόμενος τῷ Γαληνῷ (ἴδε Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 584. [[ἔνθα]]: «ὑποξύρους, ταπεινοτέρας, προσεσταλμένας. Εὕρηται δὲ ἐπὶ γαστέρων ἐν τῷ μείζονι Προρρητικῷ»). (κοινῶς φέρεται [[ὑπόξηρος]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />ο [[χωρίς]] προεξοχές, πεπλατυσμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ξυρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ξυρόν]] / [[ξυρός]]), <b>πρβλ.</b> [[κατά]]-<i>ξυρος</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:49, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑπόξυρον, cut away as if by a razor, of an aquiline nose, Hp.Epid.6.8.26; γαστέρας, i.e. flattened, Id.Prorrh.2.23, as Littré (for ἀποζύμους of most codd.) after Gal.19.149, cf. Art.77 (v. ὑπόξηρος).
German (Pape)
[Seite 1228] = Folgdm, Galen. aus Hippocr., zw.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόξῠρος: -ον, ὁ κεκομμένος πως ὡς διὰ ξυραφίου, πεπλατυσμένος, ἅμα δὲ καὶ τὰς γαστέρας ὑποξύρους (ἔνθα ἀποζύμους Kühn) Ἱππ. 105C, 1201D, ὡς γράφει ὁ Littré ἑπόμενος τῷ Γαληνῷ (ἴδε Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 584. ἔνθα: «ὑποξύρους, ταπεινοτέρας, προσεσταλμένας. Εὕρηται δὲ ἐπὶ γαστέρων ἐν τῷ μείζονι Προρρητικῷ»). (κοινῶς φέρεται ὑπόξηρος).
Greek Monolingual
-ον, Α
ο χωρίς προεξοχές, πεπλατυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ξυρος (< ξυρόν / ξυρός), πρβλ. κατά-ξυρος].