παρεκβάλλω: Difference between revisions
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parekvallo | |Transliteration C=parekvallo | ||
|Beta Code=parekba/llw | |Beta Code=parekba/llw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[throw out at the side]], Sch.E.''Hipp.''237 (Pass.), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]s.v. [[ἀμβητιῶν]].<br><span class="bld">II</span> [[extract and compile]] the remarks of others, Eust.3.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:50, 25 August 2023
English (LSJ)
A throw out at the side, Sch.E.Hipp.237 (Pass.), Hsch.s.v. ἀμβητιῶν.
II extract and compile the remarks of others, Eust.3.1.
German (Pape)
[Seite 513] (s. βάλλω), die Anmerkungen, die Andere über einen Schriftsteller gemacht haben, ausziehen u. wieder zusammenstellen, Sp., wie Scholl. S. παρεκβολή.
Greek (Liddell-Scott)
παρεκβάλλω: ἵππων τοῦ εὐθέος δρόμου παρεκβαλλομένων, ἐξερχομένων, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 237, Ἡσύχ. ΙΙ. ἐκβάλλω καὶ παραλαμβάνω χωρία παρά τινος συγγραφέως, ταῦτα ἀπὸ τῆς Εὐσεβίου Εὐαγγελικῆς προπαρασκευῆς παρεκβέβληται Ὠριγ. Φιλοκ. 22, σελ. 90, Εὐστ. 3. 1· ἴδε παρεκβολή.
Greek Monolingual
ΜΑ εκβάλλω
ρίχνω κάτι κατά μέρος, στο πλάι
μσν.
παραλαμβάνω, συγκεντρώνω και σταχυολογώ χωρία συγγραφέων ή τις παρατηρήσεις άλλων.