ἀνέκκλητος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anekklitos | |Transliteration C=anekklitos | ||
|Beta Code=a)ne/kklhtos | |Beta Code=a)ne/kklhtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀνέκκλητον,<br><span class="bld">A</span> [[unchallenged]], of a [[περιοδονίκης]] ([[quod vide|q.v.]]), ''IG''14.1102,1104.<br><span class="bld">2</span> = [[ἀνέλκλητος]]. Adv. [[ἀνεκκλήτως]] ''GDI''1723, 1729 (Delph.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no desafiado]], <i>IUrb.Rom</i>.239.11, 240.11.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[irreprochablemente]], <i>GDI</i> 1723.10, 1729.12 (Delfos), ἀνεκκλήτως· ... ἐξαίρεσιν ποιεῖσθαι, παρὰ Ῥοδίοις (dud.), Hsch. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνέκκλητος''': -ον, ὁ μὴ προκληθείς, Συλλ. Ἐπιγρ. 5912. 12., 5913. 11., 5914. | |lstext='''ἀνέκκλητος''': -ον, ὁ μὴ προκληθείς, Συλλ. Ἐπιγρ. 5912. 12., 5913. 11., 5914. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνέκκλητος]], -ον)<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] [[εναντίον]] του οποίου δεν έχει γίνει [[ένσταση]], [[απρόσβλητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[απόφαση]]) [[αμετάκλητος]], [[τελεσίδικος]], [[οριστικός]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνέκκλητος]], -ον)<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] [[εναντίον]] του οποίου δεν έχει γίνει [[ένσταση]], [[απρόσβλητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[απόφαση]]) [[αμετάκλητος]], [[τελεσίδικος]], [[οριστικός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:51, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνέκκλητον,
A unchallenged, of a περιοδονίκης (q.v.), IG14.1102,1104.
2 = ἀνέλκλητος. Adv. ἀνεκκλήτως GDI1723, 1729 (Delph.).
Spanish (DGE)
-ον
1 no desafiado, IUrb.Rom.239.11, 240.11.
2 adv. -ως irreprochablemente, GDI 1723.10, 1729.12 (Delfos), ἀνεκκλήτως· ... ἐξαίρεσιν ποιεῖσθαι, παρὰ Ῥοδίοις (dud.), Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέκκλητος: -ον, ὁ μὴ προκληθείς, Συλλ. Ἐπιγρ. 5912. 12., 5913. 11., 5914.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνέκκλητος, -ον)
αρχ.
εκείνος εναντίον του οποίου δεν έχει γίνει ένσταση, απρόσβλητος
νεοελλ.
(για απόφαση) αμετάκλητος, τελεσίδικος, οριστικός.