ἀφοριστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις → the beginning of education is the examination of names, the beginning of philosophical education is the examination of names, the beginning of all education is the investigation of names

Source
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aforistikos
|Transliteration C=aforistikos
|Beta Code=a)foristiko/s
|Beta Code=a)foristiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">delimiting</b>, <span class="bibl">Simp.<span class="title">in Ph.</span>541.4</span>, al.; <b class="b2">separative</b>, Sch.<span class="bibl">Luc.<span class="title">Nav.</span>1</span>; <b class="b2">aphoristic</b>, διδασκαλία Gal.11.802. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> ibid.; <b class="b2">pithily, sententiously</b>, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Is.</span>7</span>.</span>
|Definition=ἀφοριστική, ἀφοριστικόν, [[delimiting]], Simp.''in Ph.''541.4, al.; [[separative]], Sch.Luc.''Nav.''1; [[aphoristic]], διδασκαλία Gal.11.802. Adv. [[ἀφοριστικῶς]] ibid.; [[pithily]], [[sententiously]], D.H.''Is.''7.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que delimita]], [[que reduce a límites]] τὸ ἀφοριστικὸν τῆς οἰκείας τάξεως Simp.<i>in Ph</i>.541.4, c. gen. ἀ. τῶν ὄντων Dion.Ar.<i>DN</i> M.3.824C.<br /><b class="num">2</b> [[aforístico]] [[διδασκαλία]] Gal.11.802<br /><b class="num">•</b>del estilo [[conciso]] ἀ. χαρακτήρ Sophronius en Phot.<i>Bibl</i>.3b<br /><b class="num">•</b>gram. de adv. continuativos, Sch.Luc.<i>Cat</i>.1, <i>EM</i> 296.50G.<br /><b class="num">3</b> [[que rechaza]], [[de rechazo]] δυνάμεις ἀφοριστικαί Dion.Ar.<i>EH</i> M.3.564B.<br /><b class="num">4</b> [[que distingue]] τῇ ἀφοριστικῇ ἰδιότητι ἀπὸ τοῦ πατρός Leont.Byz.M.86.1909C.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[de manera aforística]] ἀ. τὰ μετὰ ταῦτα ἐπιτίθεται D.H.<i>Is</i>.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφοριστικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς ὁρισμόν, [[ὅμοιος]] ἀφορισμῷ, ἐκ βραχειῶν καὶ περιληπτικῶν προτάσεων συνιστάμενος, Φωτ. Βιβλ. 3. - Ἐπίρρ. -κῶς, εὐκρινῶς καὶ συντόμως, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 7.
|lstext='''ἀφοριστικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς ὁρισμόν, [[ὅμοιος]] ἀφορισμῷ, ἐκ βραχειῶν καὶ περιληπτικῶν προτάσεων συνιστάμενος, Φωτ. Βιβλ. 3. - Ἐπίρρ. -κῶς, εὐκρινῶς καὶ συντόμως, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 7.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀφοριστικός]], -όν) [[αφορίζω]]<br /><b>1.</b> διατυπωμένος με [[μορφή]] αφορισμού, [[αποφθεγματικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στον εκκλησιαστικό αφορισμό<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ικανός]] να διαχωρίζει ή να προσδιορίζει.
}}
}}

Latest revision as of 10:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφοριστικός Medium diacritics: ἀφοριστικός Low diacritics: αφοριστικός Capitals: ΑΦΟΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: aphoristikós Transliteration B: aphoristikos Transliteration C: aforistikos Beta Code: a)foristiko/s

English (LSJ)

ἀφοριστική, ἀφοριστικόν, delimiting, Simp.in Ph.541.4, al.; separative, Sch.Luc.Nav.1; aphoristic, διδασκαλία Gal.11.802. Adv. ἀφοριστικῶς ibid.; pithily, sententiously, D.H.Is.7.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que delimita, que reduce a límites τὸ ἀφοριστικὸν τῆς οἰκείας τάξεως Simp.in Ph.541.4, c. gen. ἀ. τῶν ὄντων Dion.Ar.DN M.3.824C.
2 aforístico διδασκαλία Gal.11.802
del estilo conciso ἀ. χαρακτήρ Sophronius en Phot.Bibl.3b
gram. de adv. continuativos, Sch.Luc.Cat.1, EM 296.50G.
3 que rechaza, de rechazo δυνάμεις ἀφοριστικαί Dion.Ar.EH M.3.564B.
4 que distingue τῇ ἀφοριστικῇ ἰδιότητι ἀπὸ τοῦ πατρός Leont.Byz.M.86.1909C.
II adv. -ῶς de manera aforística ἀ. τὰ μετὰ ταῦτα ἐπιτίθεται D.H.Is.7.

German (Pape)

[Seite 414] zum Begränzen, Bezeichnen gehörig; trennend; in kurzen Sätzen, aphoristisch, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφοριστικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ὁρισμόν, ὅμοιος ἀφορισμῷ, ἐκ βραχειῶν καὶ περιληπτικῶν προτάσεων συνιστάμενος, Φωτ. Βιβλ. 3. - Ἐπίρρ. -κῶς, εὐκρινῶς καὶ συντόμως, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 7.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀφοριστικός, -όν) αφορίζω
1. διατυπωμένος με μορφή αφορισμού, αποφθεγματικός
2. αυτός που αναφέρεται στον εκκλησιαστικό αφορισμό
μσν.
ο ικανός να διαχωρίζει ή να προσδιορίζει.