ἀνθρωποκομικός: Difference between revisions
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anthropokomikos | |Transliteration C=anthropokomikos | ||
|Beta Code=a)nqrwpokomiko/s | |Beta Code=a)nqrwpokomiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀνθρωποκομική, ἀνθρωποκομικόν, [[belonging to the care]] or [[government of men]]: ἡ [[ἀνθρωποκομική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) [[politics]], Them.''Or.''15.186d:—also [[ἀνθρωποκόμος]], ον, Anon. in Rh.3.607 W. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[que se cuida de los hombres]] de ahí ἡ ἀνθρωποκομική (<i>[[sc.]]</i> τέχνη) la política</i> Them.<i>Or</i>.15.186d. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0234.png Seite 234]] zur Pflege und Wartung des Menschen gehörig, ἡκή, die Kunst des Menschenpflegens, Themist. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνθρωποκομικός''': -ή, -όν, ([[κομέω]]) ὁ εἰς τὴν τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμέλειαν ἀνήκων: ― ἡ ἀνθρωποκομικὴ [[τέχνη]], ἡ τὴν [[ἐπιμέλεια]] τοῦ ἀνθρώπου ἔχουσα, ἡ πολιτικὴ ἢ βασιλική, Θεμίστ. 186D. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνθρωποκομικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>θηλ.</b> <i>ἀνθρωποκομική</i> (ἐνν. [[τέχνη]])<br />αυτή που αναφέρεται στη [[φροντίδα]] για τη [[διακυβέρνηση]] των ανθρώπων. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:52, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνθρωποκομική, ἀνθρωποκομικόν, belonging to the care or government of men: ἡ ἀνθρωποκομική (sc. τέχνη) politics, Them.Or.15.186d:—also ἀνθρωποκόμος, ον, Anon. in Rh.3.607 W.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que se cuida de los hombres de ahí ἡ ἀνθρωποκομική (sc. τέχνη) la política Them.Or.15.186d.
German (Pape)
[Seite 234] zur Pflege und Wartung des Menschen gehörig, ἡκή, die Kunst des Menschenpflegens, Themist.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωποκομικός: -ή, -όν, (κομέω) ὁ εἰς τὴν τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμέλειαν ἀνήκων: ― ἡ ἀνθρωποκομικὴ τέχνη, ἡ τὴν ἐπιμέλεια τοῦ ἀνθρώπου ἔχουσα, ἡ πολιτικὴ ἢ βασιλική, Θεμίστ. 186D.
Greek Monolingual
ἀνθρωποκομικός, -ή, -όν (Α)
θηλ. ἀνθρωποκομική (ἐνν. τέχνη)
αυτή που αναφέρεται στη φροντίδα για τη διακυβέρνηση των ανθρώπων.