ἀποπλάσσομαι: Difference between revisions

From LSJ

Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn

Menander, Monostichoi, 168
(1)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apoplassomai
|Transliteration C=apoplassomai
|Beta Code=a)popla/ssomai
|Beta Code=a)popla/ssomai
|Definition=Med., fut. <b class="b3">-πλάσομαι</b>, aor. <b class="b3">-πλασάμην</b>:—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">model</b> or <b class="b2">mould from</b> a thing: hence, <b class="b2">represent, model, portray</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Aem.</span>28</span>, <span class="title">AP</span>5.14 (Rufin.), <span class="bibl">7.34</span> (Antip.Sid.), etc.; ἀ. πρᾶξιν <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>194</span>.</span>
|Definition=Med., fut. -πλάσομαι, aor. -πλασάμην:—[[model]] or [[mould from]] a thing: hence, [[represent]], [[model]], [[portray]], Plu.''Aem.''28, ''AP''5.14 (Rufin.), 7.34 (Antip.Sid.), etc.; ἀ. πρᾶξιν Call.''Fr.''194.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[imitar]] τὴν κείνου ... πρῆξιν ἀπεπλάσατο Call.<i>Fr</i>.45, τὸν ταύτης τρόπον κατὰ τὸ πλεῖστον ἀποπλάττεται Antip.<i>Stoic</i>.3.254.<br /><b class="num">2</b> [[representar artísticamente]] τὸ πάθος ἄκρως ἀπεπλάσατο Longin.10.6, ὡς τὸν Ὁμήρου [[Δία]] Φειδίας ἀποπλάσαιτο Plu.<i>Aem</i>.28, cf. <i>AP</i> 5.15 (Rufin.)<br /><b class="num">•</b>[[realizar artísticamente]] ἀπὸ Μουσών ... σμῆνος ἀπεπλάσατο <i>AP</i> 7.34 (Antip.Sid.), χαλκὸν ... ὃν ... τοῖον ἀπεπλάσατο <i>AP</i> 9.238 (Antip.Thess), en v. pas. ἀποπλασθὲν ... [[γλύμμα]] Posidipp.Epigr.20.5.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποπλάσσομαι:''' атт. [[ἀποπλάττομαι]] ваять, лепить, изображать (τὸν [[Δία]] Plut.; [[εἰκόνα]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποπλάσσομαι''': μέσ. [[πλάσσω]] τι καθ’ ὁμοίωσιν ἄλλου, ἀπομιμοῦμαι, ἐν δ’ Ὀλυμπίᾳ τοῦτο δὴ τὸ πολυθρύλητον ἀναφθέγξασθαί φασιν ὡς τὸν Ὁμήρου Δία Φειδίας ἀποπλάσαιτο Πλουτ. Παῦλ. Αἰμίλ. 28, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 15., 7. 34, κτλ.· ἀπ. πρᾶξιν Καλλ. Ἀποσπ. 194.
|lstext='''ἀποπλάσσομαι''': μέσ. [[πλάσσω]] τι καθ’ ὁμοίωσιν ἄλλου, ἀπομιμοῦμαι, ἐν δ’ Ὀλυμπίᾳ τοῦτο δὴ τὸ πολυθρύλητον ἀναφθέγξασθαί φασιν ὡς τὸν Ὁμήρου Δία Φειδίας ἀποπλάσαιτο Πλουτ. Παῦλ. Αἰμίλ. 28, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 15., 7. 34, κτλ.· ἀπ. πρᾶξιν Καλλ. Ἀποσπ. 194.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[imitar]] τὴν κείνου ... πρῆξιν ἀπεπλάσατο Call.<i>Fr</i>.45, τὸν ταύτης τρόπον κατὰ τὸ πλεῖστον ἀποπλάττεται Antip.<i>Stoic</i>.3.254.<br /><b class="num">2</b> [[representar artísticamente]] τὸ πάθος ἄκρως ἀπεπλάσατο Longin.10.6, ὡς τὸν Ὁμήρου [[Δία]] Φειδίας ἀποπλάσαιτο Plu.<i>Aem</i>.28, cf. <i>AP</i> 5.15 (Rufin.)<br /><b class="num">•</b>[[realizar artísticamente]] ἀπὸ Μουσών ... σμῆνος ἀπεπλάσατο <i>AP</i> 7.34 (Antip.Sid.), χαλκὸν ... ὃν ... τοῖον ἀπεπλάσατο <i>AP</i> 9.238 (Antip.Thess), en v. pas. ἀποπλασθὲν ... [[γλύμμα]] Posidipp.Epigr.20.5.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποπλάσσομαι]] (Α)<br />[[απομιμούμαι]], [[αναπαριστάνω]].
|mltxt=[[ἀποπλάσσομαι]] (Α)<br />[[απομιμούμαι]], [[αναπαριστάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποπλάσσομαι:''' атт. [[ἀποπλάττομαι]] ваять, лепить, изображать (τὸν [[Δία]] Plut.; [[εἰκόνα]] Anth.).
}}
}}

Latest revision as of 10:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπλάσσομαι Medium diacritics: ἀποπλάσσομαι Low diacritics: αποπλάσσομαι Capitals: ΑΠΟΠΛΑΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: apoplássomai Transliteration B: apoplassomai Transliteration C: apoplassomai Beta Code: a)popla/ssomai

English (LSJ)

Med., fut. -πλάσομαι, aor. -πλασάμην:—model or mould from a thing: hence, represent, model, portray, Plu.Aem.28, AP5.14 (Rufin.), 7.34 (Antip.Sid.), etc.; ἀ. πρᾶξιν Call.Fr.194.

Spanish (DGE)

1 imitar τὴν κείνου ... πρῆξιν ἀπεπλάσατο Call.Fr.45, τὸν ταύτης τρόπον κατὰ τὸ πλεῖστον ἀποπλάττεται Antip.Stoic.3.254.
2 representar artísticamente τὸ πάθος ἄκρως ἀπεπλάσατο Longin.10.6, ὡς τὸν Ὁμήρου Δία Φειδίας ἀποπλάσαιτο Plu.Aem.28, cf. AP 5.15 (Rufin.)
realizar artísticamente ἀπὸ Μουσών ... σμῆνος ἀπεπλάσατο AP 7.34 (Antip.Sid.), χαλκὸν ... ὃν ... τοῖον ἀπεπλάσατο AP 9.238 (Antip.Thess), en v. pas. ἀποπλασθὲν ... γλύμμα Posidipp.Epigr.20.5.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπλάσσομαι: атт. ἀποπλάττομαι ваять, лепить, изображать (τὸν Δία Plut.; εἰκόνα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπλάσσομαι: μέσ. πλάσσω τι καθ’ ὁμοίωσιν ἄλλου, ἀπομιμοῦμαι, ἐν δ’ Ὀλυμπίᾳ τοῦτο δὴ τὸ πολυθρύλητον ἀναφθέγξασθαί φασιν ὡς τὸν Ὁμήρου Δία Φειδίας ἀποπλάσαιτο Πλουτ. Παῦλ. Αἰμίλ. 28, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 15., 7. 34, κτλ.· ἀπ. πρᾶξιν Καλλ. Ἀποσπ. 194.

Greek Monolingual

ἀποπλάσσομαι (Α)
απομιμούμαι, αναπαριστάνω.