ἐξινόω: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
(6_5)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksinoo
|Transliteration C=eksinoo
|Beta Code=e)cino/w
|Beta Code=e)cino/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">strip of fibre</b> and <b class="b2">sinew, destroy</b>, Lyc.841 (Pass.); but <b class="b3">ἐξινώμενος</b> (from <b class="b3">ἐξινάω</b>), = [[ἐκκενούμενος]]... Hsch.; = [[κεκαθαρμένος]], dub. in <span class="title">Com.Adesp.</span>1004.</span>
|Definition=[[strip of fibre]] and [[sinew]], [[destroy]], Lyc.841 (Pass.); but [[ἐξινώμενος]] (from [[ἐξινάω]]), = [[ἐκκενούμενος]]... [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; = [[κεκαθαρμένος]], dub. in ''Com.Adesp.''1004.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξῑνόω''': ἀφαιρῶ τὰς ἶνας, [[καταστρέφω]], Λυκόφρ. 841· ἀλλ’ ἐξινώμενος (ἐξ ἐνεστ. ἐξινάω) = κεκαθαρμένος ἐν Κωμικ. Ἀνων. 318. Πρβλ. [[ὑπέρινος]]. Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐξινώμενον· ἐκκενούμενον, ἐκστραγγιζόμενον· λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν χολὴν καθαιρομένων».
|lstext='''ἐξῑνόω''': ἀφαιρῶ τὰς ἶνας, [[καταστρέφω]], Λυκόφρ. 841· ἀλλ’ ἐξινώμενος (ἐξ ἐνεστ. ἐξινάω) = κεκαθαρμένος ἐν Κωμικ. Ἀνων. 318. Πρβλ. [[ὑπέρινος]]. Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐξινώμενον· ἐκκενούμενον, ἐκστραγγιζόμενον· λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν χολὴν καθαιρομένων».
}}
{{pape
|ptext== [[ἐξινάω]].
}}
}}

Latest revision as of 10:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξῑνόω Medium diacritics: ἐξινόω Low diacritics: εξινόω Capitals: ΕΞΙΝΟΩ
Transliteration A: exinóō Transliteration B: exinoō Transliteration C: eksinoo Beta Code: e)cino/w

English (LSJ)

strip of fibre and sinew, destroy, Lyc.841 (Pass.); but ἐξινώμενος (from ἐξινάω), = ἐκκενούμενος... Hsch.; = κεκαθαρμένος, dub. in Com.Adesp.1004.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξῑνόω: ἀφαιρῶ τὰς ἶνας, καταστρέφω, Λυκόφρ. 841· ἀλλ’ ἐξινώμενος (ἐξ ἐνεστ. ἐξινάω) = κεκαθαρμένος ἐν Κωμικ. Ἀνων. 318. Πρβλ. ὑπέρινος. Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐξινώμενον· ἐκκενούμενον, ἐκστραγγιζόμενον· λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν χολὴν καθαιρομένων».

German (Pape)

ἐξινάω.