κατοικικός: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katoikikos
|Transliteration C=katoikikos
|Beta Code=katoikiko/s
|Beta Code=katoikiko/s
|Definition=ή, όν, [[assigned to]] κάτοικοι, κλῆρος <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>105.13</span> (ii B.C.), etc.; γῆ <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>46.22</span> (<span class="bibl">100</span> A.D.); [[ὑποθήκη]] ib.2134.14 (ii A.D.).
|Definition=κατοικική, κατοικικόν, [[assigned to the inhabitants]], [[of the inhabitants of a colony]], κλῆρος ''PTeb.''105.13 (ii B.C.), etc.; γῆ ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''46.22 (100 A.D.); [[ὑποθήκη]] ib.2134.14 (ii A.D.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατοικικός]], -ή, -όν (Α) [[κάτοικος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους κατοίκους, την [[τάξη]] πολιτών της αρχαίας Αιγύπτου.
|mltxt=[[κατοικικός]], -ή, -όν (Α) [[κάτοικος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους κατοίκους, την [[τάξη]] πολιτών της αρχαίας Αιγύπτου.
}}
}}

Latest revision as of 10:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοικικός Medium diacritics: κατοικικός Low diacritics: κατοικικός Capitals: ΚΑΤΟΙΚΙΚΟΣ
Transliteration A: katoikikós Transliteration B: katoikikos Transliteration C: katoikikos Beta Code: katoikiko/s

English (LSJ)

κατοικική, κατοικικόν, assigned to the inhabitants, of the inhabitants of a colony, κλῆρος PTeb.105.13 (ii B.C.), etc.; γῆ POxy.46.22 (100 A.D.); ὑποθήκη ib.2134.14 (ii A.D.).

Greek Monolingual

κατοικικός, -ή, -όν (Α) κάτοικος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους κατοίκους, την τάξη πολιτών της αρχαίας Αιγύπτου.