κατοικικός

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοικικός Medium diacritics: κατοικικός Low diacritics: κατοικικός Capitals: ΚΑΤΟΙΚΙΚΟΣ
Transliteration A: katoikikós Transliteration B: katoikikos Transliteration C: katoikikos Beta Code: katoikiko/s

English (LSJ)

κατοικική, κατοικικόν, assigned to the inhabitants, of the inhabitants of a colony, κλῆρος PTeb.105.13 (ii B.C.), etc.; γῆ POxy.46.22 (100 A.D.); ὑποθήκη ib.2134.14 (ii A.D.).

Greek Monolingual

κατοικικός, -ή, -όν (Α) κάτοικος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους κατοίκους, την τάξη πολιτών της αρχαίας Αιγύπτου.