Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τραπεζοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft

Menander, Monostichoi, 381
(4b)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trapezopoios
|Transliteration C=trapezopoios
|Beta Code=trapezopoio/s
|Beta Code=trapezopoio/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[τραπεζοκόμος]], <b class="b2">a slave who set out the table</b>, IG22.2403 (Piraeus, iv B. C.), <span class="bibl">Men.<span class="title">Sam.</span>75</span>, <span class="bibl">Antiph.152</span>, <span class="bibl">Philem.61</span> (cf. <span class="bibl">Ath.4.170d</span>, e), <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.82</span>, <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>4.54c</span>.</span>
|Definition=ὁ, = [[τραπεζοκόμος]], [[a slave who set out the table]], IG22.2403 (Piraeus, iv B. C.), Men.''Sam.''75, Antiph.152, Philem.61 (cf. Ath.4.170d, e), S.E.''P.''1.82, Them.''Or.''4.54c.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1134.png Seite 1134]] 1) Tische machend, verfertigend? – 2) den Tisch besorgend, mit Speisen bedienend, ὁ τραπεζῶν ἐπιμελητὴς καὶ τῆς ἄλλης εὐκοσμίας, Ath. IV, 170 f, aus Philem. belegt; ibd. d sagt Antiphan. τραπεζοποιόν, ὃς πλυνεῖ σκεύη, λύχνους ἑτοιμάσει, σπονδὰς ποιήσει, τἄλλ' ὅσα τούτῳ προσήκει.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1134.png Seite 1134]] 1) Tische machend, verfertigend? – 2) den Tisch besorgend, mit Speisen bedienend, ὁ τραπεζῶν ἐπιμελητὴς καὶ τῆς ἄλλης εὐκοσμίας, Ath. IV, 170 f, aus Philem. belegt; ibd. d sagt Antiphan. τραπεζοποιόν, ὃς πλυνεῖ σκεύη, λύχνους ἑτοιμάσει, σπονδὰς ποιήσει, τἄλλ' ὅσα τούτῳ προσήκει.
}}
{{elru
|elrutext='''τρᾰπεζοποιός:''' ὁ [[накрывающий на стол раб]] Sext.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[τραπεζοκόμος]]<br /><b>μσν.</b><br />(στο <b>Βυζ.</b>) αυτός που ήταν επιφορτισμένος με την [[φροντίδα]] τών βασιλικών γευμάτων, ο [[δομέστικος]] του βασιλικού τραπεζιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />[[τραπεζοκόμος]]<br /><b>μσν.</b><br />(στο <b>Βυζ.</b>) αυτός που ήταν επιφορτισμένος με την [[φροντίδα]] τών βασιλικών γευμάτων, ο [[δομέστικος]] του βασιλικού τραπεζιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
{{elru
|elrutext='''τρᾰπεζοποιός:''' ὁ накрывающий на стол раб Sext.
}}
}}

Latest revision as of 10:57, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰπεζοποιός Medium diacritics: τραπεζοποιός Low diacritics: τραπεζοποιός Capitals: ΤΡΑΠΕΖΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: trapezopoiós Transliteration B: trapezopoios Transliteration C: trapezopoios Beta Code: trapezopoio/s

English (LSJ)

ὁ, = τραπεζοκόμος, a slave who set out the table, IG22.2403 (Piraeus, iv B. C.), Men.Sam.75, Antiph.152, Philem.61 (cf. Ath.4.170d, e), S.E.P.1.82, Them.Or.4.54c.

German (Pape)

[Seite 1134] 1) Tische machend, verfertigend? – 2) den Tisch besorgend, mit Speisen bedienend, ὁ τραπεζῶν ἐπιμελητὴς καὶ τῆς ἄλλης εὐκοσμίας, Ath. IV, 170 f, aus Philem. belegt; ibd. d sagt Antiphan. τραπεζοποιόν, ὃς πλυνεῖ σκεύη, λύχνους ἑτοιμάσει, σπονδὰς ποιήσει, τἄλλ' ὅσα τούτῳ προσήκει.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰπεζοποιός:накрывающий на стол раб Sext.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπεζοποιός: ὁ, ὡς τὸ τραπεζοκόμος, δοῦλος, ὁ ἐπιμελητὴς τῶν τραπεζῶν καὶ τῆς ἄλλης εὐκοσμίας, ὁ παρασκευάζων τὴν τράπεζαν διὰ συμπόσια κτλ., Λατ. structor, Ἀντιφάνης ἐν «Μετοίκῳ» 1, Φιλήμων ἐν «Παρεισιόντι» 2, πρβλ. Ἀθήν. 170D, κἑξ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τραπεζοποιός· οὐχ ὁ μάγειρος· ἀλλ’ ὁ τῆς πάσης περὶ τὰ συμπόσια παρασκευῆς ἐπιμελούμενος».

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
τραπεζοκόμος
μσν.
(στο Βυζ.) αυτός που ήταν επιφορτισμένος με την φροντίδα τών βασιλικών γευμάτων, ο δομέστικος του βασιλικού τραπεζιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + -ποιός].