δομέστικος

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source

Greek Monolingual

ο (Μ δομέστικος, δομέστιγος, δεμέστιγος, δεμέστικος)
1. οικονόμος, υπηρέτης
2. εκκλησιαστικό οφίκιο τών επικεφαλής του αριστερού και του δεξιού χορού τών ψαλτών, τών θυρωρών της πατριαρχικής κατοικίας κ.ά.
μσν.
1. αρχηγός, διοικητής
2. μέλος της αυτοκρατορικής φρουράς
3. «μέγας δομέστικος» — αρχιστράτηγος
4. «δομέστικος τῶν σχολῶν» — αρχιστράτηγος τών εκστρατειών στην Ανατολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. domesticus «οικείος»].