βροχωτός: Difference between revisions
From LSJ
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vrochotos | |Transliteration C=vrochotos | ||
|Beta Code=broxwto/s | |Beta Code=broxwto/s | ||
|Definition= | |Definition=βροχωτόν,<br><span class="bld">A</span> [[formed by a noose]], ἀγχόνη Neophr.3.2.<br><span class="bld">2</span> [[twisted]], [[corded]], of chain-work, β. ἔργον Aq., Sm.''Ex.''28.15. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-όν<br />[[anudado en forma de lazo corredizo para ahorcar]], [[ἀγχόνη]] Neophr.3.2<br /><b class="num">•</b>de cadenas [[engarzadas en forma de nudos]] Aq., Sm.<i>Ex</i>.28.14. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βροχωτός''': -όν, ἐν τῷ βρόχῳ εἰλημμένος, πεπαγιδευμένος, Νεόφρ. παρὰ Σχολ. Εὐρ. Μηδ. 1337, ἴδε Herm. Opusc. 3. 255. 2) δικτυωτὸς ἢ κατὰ τετράγωνα, β. [[ἔργον]], opus laqueatum, Σύμμ. Ἐξ. 28. 15. | |lstext='''βροχωτός''': -όν, ἐν τῷ βρόχῳ εἰλημμένος, πεπαγιδευμένος, Νεόφρ. παρὰ Σχολ. Εὐρ. Μηδ. 1337, ἴδε Herm. Opusc. 3. 255. 2) δικτυωτὸς ἢ κατὰ τετράγωνα, β. [[ἔργον]], opus laqueatum, Σύμμ. Ἐξ. 28. 15. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[βροχωτός]], -ή, -όν) [[βρόχος]]<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] βρόχου<br /><b>αρχ.</b><br />πιασμένος στον βρόχο, παγιδευμένος. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[βροχωτός]], -ή, -όν) [[βρόχος]]<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] βρόχου<br /><b>αρχ.</b><br />πιασμένος στον βρόχο, παγιδευμένος. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:59, 25 August 2023
English (LSJ)
βροχωτόν,
A formed by a noose, ἀγχόνη Neophr.3.2.
2 twisted, corded, of chain-work, β. ἔργον Aq., Sm.Ex.28.15.
Spanish (DGE)
-όν
anudado en forma de lazo corredizo para ahorcar, ἀγχόνη Neophr.3.2
•de cadenas engarzadas en forma de nudos Aq., Sm.Ex.28.14.
Greek (Liddell-Scott)
βροχωτός: -όν, ἐν τῷ βρόχῳ εἰλημμένος, πεπαγιδευμένος, Νεόφρ. παρὰ Σχολ. Εὐρ. Μηδ. 1337, ἴδε Herm. Opusc. 3. 255. 2) δικτυωτὸς ἢ κατὰ τετράγωνα, β. ἔργον, opus laqueatum, Σύμμ. Ἐξ. 28. 15.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α βροχωτός, -ή, -όν) βρόχος
αυτός που έχει σχήμα βρόχου
αρχ.
πιασμένος στον βρόχο, παγιδευμένος.