νουθετητέος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nouthetiteos | |Transliteration C=nouthetiteos | ||
|Beta Code=nouqethte/os | |Beta Code=nouqethte/os | ||
|Definition=α, ον, < | |Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> to [[be admonished]], E.''Ba.''1256, ''Ion'' 436.<br><span class="bld">2</span> [[νουθετητέον]], [[one must warn]], Arist.''Pol.''1260b6. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:00, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον,
A to be admonished, E.Ba.1256, Ion 436.
2 νουθετητέον, one must warn, Arist.Pol.1260b6.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de νουθετέω.
Greek (Liddell-Scott)
νουθετητέος: -α, -ον, ῥημ. επίθ., ἐπίθ. ὃν δεῖ νουθετεῖν, Εὐρ. Βάκχ. 1256, Ἴων 436. 2) νουθετητέον, δεῖ νουθετεῖν, Ἀριστ. Πολιτ. 1. 13, 14.
Greek Monotonic
νουθετητέος: -α, -ον,
1. ρημ. επίθ., αυτός που χρειάζεται να δεχθεί συμβουλές, σε Ευρ.
2. νουθετητέον, αυτό που πρέπει να προειδοποιήσει, να νουθετήσει, σε Αριστ.
Middle Liddell
νουθετητέος, η, ον, verb. adj.]
1. to be admonished, Eur.
2. νουθετητέον, one must warn, Arist.