ναῦλλον: Difference between revisions
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nayllon | |Transliteration C=nayllon | ||
|Beta Code=nau=llon | |Beta Code=nau=llon | ||
|Definition=τό, = [[ναῦλον]] | |Definition=τό, = [[ναῦλον]] 1a, ''IG''11 (2).165.55, al. (Delos, iii B. C.), Sch. Ar.''Ra.''272:—also [[ναῦλλος]], ὁ, Sch.Ar.l.c.; acc. [[ναῦλλον]] (gender indeterminate) ''IG''22.1128.13. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ναῦλλον]], τὸ, καὶ [[ναῦλλος]], ὁ (Α)<br />[[ναύλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[ναῦλον]] / [[ναῦλος]] με διπλασιασμό του -<i>λ</i>- για μετρικούς λόγους (<b>πρβλ.</b> <i>θάλλασσα</i>, <i>ισχυρροί</i>)]. | |mltxt=[[ναῦλλον]], τὸ, καὶ [[ναῦλλος]], ὁ (Α)<br />[[ναύλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[ναῦλον]] / [[ναῦλος]] με διπλασιασμό του -<i>λ</i>- για μετρικούς λόγους (<b>πρβλ.</b> <i>θάλλασσα</i>, <i>ισχυρροί</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:00, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, = ναῦλον 1a, IG11 (2).165.55, al. (Delos, iii B. C.), Sch. Ar.Ra.272:—also ναῦλλος, ὁ, Sch.Ar.l.c.; acc. ναῦλλον (gender indeterminate) IG22.1128.13.
Greek Monolingual
ναῦλλον, τὸ, καὶ ναῦλλος, ὁ (Α)
ναύλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ναῦλον / ναῦλος με διπλασιασμό του -λ- για μετρικούς λόγους (πρβλ. θάλλασσα, ισχυρροί)].