ἀπολυπραγμόνητος: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
(3)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apolypragmonitos
|Transliteration C=apolypragmonitos
|Beta Code=a)polupragmo/nhtos
|Beta Code=a)polupragmo/nhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">not meddled with</b>, prob. in <span class="title">SIG</span>399.24 (Delph.). Adv. -τως Hsch. s.v. [[ἀπεριέργως]].</span>
|Definition=ἀπολυπραγμόνητον, [[not meddled with]], prob. in ''SIG''399.24 (Delph.). Adv. [[ἀπολυπραγμονήτως]] [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[ἀπεριέργως]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[indiscutible]] de los privilegios concedidos a los artistas dionisíacos <i>FD</i> 2.68.84 (III a.C.), de Dios y sus acciones, Gr.Nyss.<i>Eun</i>.2.97, Cyr.Al.M.70.964A, de la fe y sus verdades, Gr.Nyss.<i>V.Mos</i>.2 (p.97) Cyr.Al.M.76.913A, 1056B.<br /><b class="num">2</b> [[que no discute]], [[no inquisitivo]], [[reverente]] στοργή Nil.M.79.280D.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0313.png Seite 313]] der nicht viele Sachen treibt, sich nicht um Anderer Angelegenheiten kümmert, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἀπολυπραγμόνητος''': -ον, ὁ, περὶ οὗ δὲν πρέπει τις νὰ πολυπραγμονῇ, δηλ. νὰ μὴ «πολυεξετάζῃ», εἴκειν [[ἀναγκαῖον]] οἷς ἂν λέγῃ [[θεός]]· ἀπολυπραγμόνητα δὲ τὰ παρ' αὐτοῦ τεχνουργούμενα Κύριλλ. Ἀλ. εἰς Ἡσ. 45. σ. 609. ― Ἐπίρρ. -τως Θεοδ. Μετοχ. Σύμμικτα σ. 372, πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀπεριέργως.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀπολυπραγμόνητος]], -ον (AM)<br />[[εκείνος]] τον οποίο δεν [[πρέπει]] [[κανείς]] να πολυεξετάζει.
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολυπραγμόνητος Medium diacritics: ἀπολυπραγμόνητος Low diacritics: απολυπραγμόνητος Capitals: ΑΠΟΛΥΠΡΑΓΜΟΝΗΤΟΣ
Transliteration A: apolypragmónētos Transliteration B: apolypragmonētos Transliteration C: apolypragmonitos Beta Code: a)polupragmo/nhtos

English (LSJ)

ἀπολυπραγμόνητον, not meddled with, prob. in SIG399.24 (Delph.). Adv. ἀπολυπραγμονήτως Hsch. s.v. ἀπεριέργως.

Spanish (DGE)

-ον
1 indiscutible de los privilegios concedidos a los artistas dionisíacos FD 2.68.84 (III a.C.), de Dios y sus acciones, Gr.Nyss.Eun.2.97, Cyr.Al.M.70.964A, de la fe y sus verdades, Gr.Nyss.V.Mos.2 (p.97) Cyr.Al.M.76.913A, 1056B.
2 que no discute, no inquisitivo, reverente στοργή Nil.M.79.280D.

German (Pape)

[Seite 313] der nicht viele Sachen treibt, sich nicht um Anderer Angelegenheiten kümmert, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολυπραγμόνητος: -ον, ὁ, περὶ οὗ δὲν πρέπει τις νὰ πολυπραγμονῇ, δηλ. νὰ μὴ «πολυεξετάζῃ», εἴκειν ἀναγκαῖον οἷς ἂν λέγῃ θεός· ἀπολυπραγμόνητα δὲ τὰ παρ' αὐτοῦ τεχνουργούμενα Κύριλλ. Ἀλ. εἰς Ἡσ. 45. σ. 609. ― Ἐπίρρ. -τως Θεοδ. Μετοχ. Σύμμικτα σ. 372, πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀπεριέργως.

Greek Monolingual

ἀπολυπραγμόνητος, -ον (AM)
εκείνος τον οποίο δεν πρέπει κανείς να πολυεξετάζει.