ἱππαΐς: Difference between revisions
From LSJ
οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ippais | |Transliteration C=ippais | ||
|Beta Code=i(ppai/+s | |Beta Code=i(ppai/+s | ||
|Definition= | |Definition=ΐδος, ἡ, hyperdor. for [[ἱππηΐς]], fem. of ἱππικός 1.3, [[of a knight]], [[πόρπα]], i.e. [[fibula]] which fastened the [[trabea]] of a Roman [[eques]], Epigr.Gr.985.1 (Philae). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἱππαΐς''': ΐδος, ἡ, Δωρ. ἀντὶ ἱππηΐς, θηλ., τοῦ ἱππικὸς ΙΙ, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4935b. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱππαΐς]], -ΐδος, ἡ (Α) [[ίππος]]<br />(δωρ. τ. [[αντί]] <i>ίππηΐς</i>) <b>επιγρ.</b> <b>φρ.</b> «[[ἱππαΐς]] πόρπα» — [[πόρπη]] η οποία συγκρατούσε το [[ιμάτιο]] Ρωμαίου πολίτη που ανήκε στους ιππείς. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:01, 25 August 2023
English (LSJ)
ΐδος, ἡ, hyperdor. for ἱππηΐς, fem. of ἱππικός 1.3, of a knight, πόρπα, i.e. fibula which fastened the trabea of a Roman eques, Epigr.Gr.985.1 (Philae).
Greek (Liddell-Scott)
ἱππαΐς: ΐδος, ἡ, Δωρ. ἀντὶ ἱππηΐς, θηλ., τοῦ ἱππικὸς ΙΙ, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4935b.
Greek Monolingual
ἱππαΐς, -ΐδος, ἡ (Α) ίππος
(δωρ. τ. αντί ίππηΐς) επιγρ. φρ. «ἱππαΐς πόρπα» — πόρπη η οποία συγκρατούσε το ιμάτιο Ρωμαίου πολίτη που ανήκε στους ιππείς.