ἄνοζος: Difference between revisions
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anozos | |Transliteration C=anozos | ||
|Beta Code=a)/nozos | |Beta Code=a)/nozos | ||
|Definition= | |Definition=ἄνοζον, [[with no]], or [[very few]], [[branches]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.8.1, etc.: Comp. -ότερος ib.3.13.3:—also [[ἄοζος]], ον, ib.1.5.4, al. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
ἄνοζον, with no, or very few, branches, Thphr. HP 1.8.1, etc.: Comp. -ότερος ib.3.13.3:—also ἄοζος, ον, ib.1.5.4, al.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): tb. ἄοζος Thphr.HP 1.5.4
que no tiene ramas τῶν δένδρων ... τὰ μὲν ὀζώδη τὰ δ' ἄνοζα Thphr.HP 1.8.1, cf. l.c.
German (Pape)
[Seite 239] ohne Zweige, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνοζος: -ον, ὁ μὴ ἔχων ὄζους ἢ ἔχων ὀλίγους μόνον, ἀντιτίθεται πρὸς τὸ ὀζώδης, ἔστι γὰρ (τῶν δένδρων) τὰ μὲν ὀζώδη, τὰ δὲ ἄνοζα Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 8, 1, κτλ: - Συγκρ. -ότερος αὐτόθι 3. 13, 3: - Ὡσαύτως, ἄοζος, ον, αὐτόθι 1. 5, 4, κτλ.
Greek Monolingual
ἄνοζος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει ρόζους (αποδίδεται σε δέντρα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + όζος «βλαστός, ρόζος»].