αὐλωτός: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέωcherish great anticipations, form great projects

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=avlotos
|Transliteration C=avlotos
|Beta Code=au)lwto/s
|Beta Code=au)lwto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[furnished with pipes]], φιμοί <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>326</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[pipe-shaped]], <span class="bibl">Ath.Mech.24.3</span>.</span>
|Definition=αὐλωτή, αὐλωτόν,<br><span class="bld">A</span> [[furnished with pipes]], φιμοί A.''Fr.''326.<br><span class="bld">II</span> [[pipe-shaped]], Ath.Mech.24.3.
}}
{{ls
|lstext='''αὐλωτός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων αὐλούς , «αὐλωτοὶ φιμοί· οἱ κημοί. διὰ τὸ τοῖς κημοῖς κώδωνας προσῆφθαι, εἰς οὓς ἐμφυσῶντες οἱ ἵπποι φωνὴν σάλπιγγος προΐεντο» Ἡσύχ.· - «ἐκαλοῦντο δέ τινες καὶ αὐλωτοὶ φιμοὶ διὰ τὸ κώδωνας ἔχειν προσηρτημένους, οἷς ἐγχρεμετίζοντες οἱ ἵπποι ἦχον ἐποίουν προσόμοιον αὐλῷ» [[Πολυδ]]. Ι΄, 56· - ὃς εἶχε πώλους τέσσαρας ζυγηφόρους φιμοῖσιν αὐλωτοῖσιν ἐστομωμένας Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 341· πρβλ. Θήβ. 463, ἴδε δὲ καὶ τὴν λέξιν [[κώδων]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[con adornos tubulares]] φιμοῖσιν αὐλωτοῖσιν ἐστομωμένας (potras) enfrenadas con muserolas con tubos</i> A.<i>Fr</i>.465, cf. Poll.10.56, Hsch.<br /><b class="num">2</b> mec. [[en forma de tubo]] σῶμα αὐλωτόν prob. ref. al cuerpo del ariete, Ath.Mech.24.3.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[con adornos tubulares]] φιμοῖσιν αὐλωτοῖσιν ἐστομωμένας (potras) enfrenadas con muserolas con tubos</i> A.<i>Fr</i>.465, cf. Poll.10.56, Hsch.<br /><b class="num">2</b> mec. [[en forma de tubo]] σῶμα αὐλωτόν prob. ref. al cuerpo del ariete, Ath.Mech.24.3.
}}
{{ls
|lstext='''αὐλωτός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων αὐλούς, «αὐλωτοὶ φιμοί· οἱ κημοί. διὰ τὸ τοῖς κημοῖς κώδωνας προσῆφθαι, εἰς οὓς ἐμφυσῶντες οἱ ἵπποι φωνὴν σάλπιγγος προΐεντο» Ἡσύχ.· - «ἐκαλοῦντο δέ τινες καὶ αὐλωτοὶ φιμοὶ διὰ τὸ κώδωνας ἔχειν προσηρτημένους, οἷς ἐγχρεμετίζοντες οἱ ἵπποι ἦχον ἐποίουν προσόμοιον αὐλῷ» Πολυδ. Ι΄, 56· - ὃς εἶχε πώλους τέσσαρας ζυγηφόρους φιμοῖσιν αὐλωτοῖσιν ἐστομωμένας Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 341· πρβλ. Θήβ. 463, ἴδε δὲ καὶ τὴν λέξιν [[κώδων]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[αὐλωτός]], -ή, -όν) [[αυλός]]<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί σε [[σχήμα]] αυλού ή έχει εξαρτήματα σε [[σχήμα]] αυλού.
|mltxt=(Α [[αὐλωτός]], -ή, -όν) [[αυλός]]<br />αυτός που έχει κατασκευαστεί σε [[σχήμα]] αυλού ή έχει εξαρτήματα σε [[σχήμα]] αυλού.
}}
}}

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐλωτός Medium diacritics: αὐλωτός Low diacritics: αυλωτός Capitals: ΑΥΛΩΤΟΣ
Transliteration A: aulōtós Transliteration B: aulōtos Transliteration C: avlotos Beta Code: au)lwto/s

English (LSJ)

αὐλωτή, αὐλωτόν,
A furnished with pipes, φιμοί A.Fr.326.
II pipe-shaped, Ath.Mech.24.3.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 con adornos tubulares φιμοῖσιν αὐλωτοῖσιν ἐστομωμένας (potras) enfrenadas con muserolas con tubos A.Fr.465, cf. Poll.10.56, Hsch.
2 mec. en forma de tubo σῶμα αὐλωτόν prob. ref. al cuerpo del ariete, Ath.Mech.24.3.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλωτός: -ή, -όν, ὁ ἔχων αὐλούς, «αὐλωτοὶ φιμοί· οἱ κημοί. διὰ τὸ τοῖς κημοῖς κώδωνας προσῆφθαι, εἰς οὓς ἐμφυσῶντες οἱ ἵπποι φωνὴν σάλπιγγος προΐεντο» Ἡσύχ.· - «ἐκαλοῦντο δέ τινες καὶ αὐλωτοὶ φιμοὶ διὰ τὸ κώδωνας ἔχειν προσηρτημένους, οἷς ἐγχρεμετίζοντες οἱ ἵπποι ἦχον ἐποίουν προσόμοιον αὐλῷ» Πολυδ. Ι΄, 56· - ὃς εἶχε πώλους τέσσαρας ζυγηφόρους φιμοῖσιν αὐλωτοῖσιν ἐστομωμένας Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 341· πρβλ. Θήβ. 463, ἴδε δὲ καὶ τὴν λέξιν κώδων.

Greek Monolingual

αὐλωτός, -ή, -όν) αυλός
αυτός που έχει κατασκευαστεί σε σχήμα αυλού ή έχει εξαρτήματα σε σχήμα αυλού.