ὡμολογημένως: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omologimenos | |Transliteration C=omologimenos | ||
|Beta Code=w(mologhme/nws | |Beta Code=w(mologhme/nws | ||
|Definition=Adv. part. pf. Pass. of [[ὁμολογέω]], [[confessedly]], [[without contradiction]], | |Definition=Adv. part. pf. Pass. of [[ὁμολογέω]], [[confessedly]], [[without contradiction]], D.S.15.10, Poll.6.208, Phalar.''Ep.''119.3; cf. [[ὁμολογουμένως]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:06, 25 August 2023
English (LSJ)
Adv. part. pf. Pass. of ὁμολογέω, confessedly, without contradiction, D.S.15.10, Poll.6.208, Phalar.Ep.119.3; cf. ὁμολογουμένως.
German (Pape)
[Seite 1411] adv. part. perf. pass. von ὁμολογέω, zugestanden, verabredetermaßen, ohne Widerrede, Sp.
Russian (Dvoretsky)
ὡμολογημένως: [part. pf. pass. к ὁμολογέω единодушно, по взаимному соглашению Diod.
Greek (Liddell-Scott)
ὡμολογημένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ὁμολογέω, ὁμολογουμένως, ἄνευ ἀντιολογίας, Διόδ. 15. 10, Πολυδ. Ϛ´, 208, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 10 (ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ ὁμ-).
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. ομολογουμένως («ἀπελύθη τῶν ἐγκλημάτων ὡμολογημένως ὑπὸ παντῶν τῶν δικαστῶν», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. ὡμολογημένος του μέσου παρακμ. του ρ. ὁμολογῶ].