μελάνδρυον: Difference between revisions
From LSJ
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
(24) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=μελᾰ́νδρῠον | ||
|Medium diacritics=μελάνδρυον | |Medium diacritics=μελάνδρυον | ||
|Low diacritics=μελάνδρυον | |Low diacritics=μελάνδρυον | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=melandryon | |Transliteration C=melandryon | ||
|Beta Code=mela/ndruon | |Beta Code=mela/ndruon | ||
|Definition=τό, < | |Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[heart of oak]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.6.2.<br><span class="bld">II</span> v. [[μελάνδρυς]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελάνδρυον''': τό, ἡ [[ἐντεριώνη]], ἡ καρδία τῆς δρυός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, | |lstext='''μελάνδρυον''': τό, ἡ [[ἐντεριώνη]], ἡ καρδία τῆς δρυός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 2· ἀνθ’ οὗ ἐν Ὀδ. Ξ. 12 φέρεται τὸ [[μέλαν]] δρυός. ΙΙ. ἴδε ἐν λ. [[μελάνδρυς]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελάνδρυον]], τὸ (ΑM)<br />η [[εντεριώνη]], η [[καρδιά]] της δρυός<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b | |mltxt=[[μελάνδρυον]], τὸ (ΑM)<br />η [[εντεριώνη]], η [[καρδιά]] της δρυός<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> τὰ [[μελάνδρυα]]<br />τεμάχια, μερίδες αλίπαστου τόννου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. του επιθέτου [[μελάνδρυος]]. Η σημ. του πληθ. [[μελάνδρυα]] «τεμάχια αλίπαστου τόννου» [[είναι]] μεταφορική]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:08, 25 August 2023
English (LSJ)
τό,
A heart of oak, Thphr. HP 1.6.2.
II v. μελάνδρυς.
German (Pape)
[Seite 119] τό, der schwarze Kern der Eiche (wofür Od. 14, 12 steht τὸ μέλαν δρυός), Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
μελάνδρυον: τό, ἡ ἐντεριώνη, ἡ καρδία τῆς δρυός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 2· ἀνθ’ οὗ ἐν Ὀδ. Ξ. 12 φέρεται τὸ μέλαν δρυός. ΙΙ. ἴδε ἐν λ. μελάνδρυς.
Greek Monolingual
μελάνδρυον, τὸ (ΑM)
η εντεριώνη, η καρδιά της δρυός
αρχ.
στον πληθ. τὰ μελάνδρυα
τεμάχια, μερίδες αλίπαστου τόννου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. του επιθέτου μελάνδρυος. Η σημ. του πληθ. μελάνδρυα «τεμάχια αλίπαστου τόννου» είναι μεταφορική].