ῥάπτης: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=raptis
|Transliteration C=raptis
|Beta Code=r(a/pths
|Beta Code=r(a/pths
|Definition=ου, ὁ, (ῥάπτω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who stitches, clothes-mender</b>, Anub. in <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>8(4).208, <span class="bibl"><span class="title">PHamb.</span>56 v 7</span> (vi/vii A.D.), <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=ῥάπτου, ὁ, ([[ῥάπτω]]) [[one who stitches]], [[clothes-mender]], Anub. in ''Cat.Cod.Astr.''8(4).208, ''PHamb.''56 v 7 (vi/vii A.D.), ''Glossaria''.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0834.png Seite 834]] ὁ, der Zusammennäher, Flicker, Sticker, VLL.
}}
{{ls
|lstext='''ῥάπτης''': -ου, ὁ, ([[ῥάπτω]]) ὁ ῥάπτων, ὁ «ἐμβαλώνων», Παλλαδ. Λαυσ. 1100D. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[ράπτρια]] / [[ῥάπτης]], θηλ. [[ῥάπτρια]], ΝΜΑ, και [[ράφτης]], θηλ. [[ράφτρα]], Ν, και [[ῥάπτις]], -ιδος, ΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τεχνίτης]] που κατασκευάζει ενδύματα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που επιδιορθώνει ενδύματα, [[μπαλωματής]].
}}
}}

Latest revision as of 11:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥάπτης Medium diacritics: ῥάπτης Low diacritics: ράπτης Capitals: ΡΑΠΤΗΣ
Transliteration A: rháptēs Transliteration B: rhaptēs Transliteration C: raptis Beta Code: r(a/pths

English (LSJ)

ῥάπτου, ὁ, (ῥάπτω) one who stitches, clothes-mender, Anub. in Cat.Cod.Astr.8(4).208, PHamb.56 v 7 (vi/vii A.D.), Glossaria.

German (Pape)

[Seite 834] ὁ, der Zusammennäher, Flicker, Sticker, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ῥάπτης: -ου, ὁ, (ῥάπτω) ὁ ῥάπτων, ὁ «ἐμβαλώνων», Παλλαδ. Λαυσ. 1100D. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.

Greek Monolingual

ο, θηλ. ράπτρια / ῥάπτης, θηλ. ῥάπτρια, ΝΜΑ, και ράφτης, θηλ. ράφτρα, Ν, και ῥάπτις, -ιδος, ΜΑ
νεοελλ.
τεχνίτης που κατασκευάζει ενδύματα
μσν.-αρχ.
αυτός που επιδιορθώνει ενδύματα, μπαλωματής.