ἐννεασύλλαβος: Difference between revisions
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enneasyllavos | |Transliteration C=enneasyllavos | ||
|Beta Code=e)nneasu/llabos | |Beta Code=e)nneasu/llabos | ||
|Definition= | |Definition=ἐννεασύλλαβον, [[nine-syllabled]], Steph.''in Rh.''321.16, ''AP''13.19 tit.: -σύλλαβον (''[[sc.]]'' [[μέτρον]]), τό, Σαπφικόν Heph.10.2. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />prosod. [[eneasílabo]] de un verso sáfico, Heph.10.2, Sch.Pi.<i>O</i>.9 proem., de un glicónico resuelto, Sch.Pi.<i>O</i>.10 proem., κῶλα Steph.<i>in Rh</i>.321.16. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0847.png Seite 847]] neunsylbig, Gramm. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0847.png Seite 847]] neunsylbig, Gramm. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐννεασύλλαβος:''' грам., стих. девятисложный. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐννεασύλλαβος''': ἔχων [[ἐννέα]] συλλαβάς, δίμετρον δὲ ὑπερκατάληκτον, τὸ καλούμενον Σαπφικὸν ἐννεασύλλαβον Ἡφαιστ. 10, 5. | |lstext='''ἐννεασύλλαβος''': ἔχων [[ἐννέα]] συλλαβάς, δίμετρον δὲ ὑπερκατάληκτον, τὸ καλούμενον Σαπφικὸν ἐννεασύλλαβον Ἡφαιστ. 10, 5. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐννεασύλλαβος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[εννέα]] συλλαβές<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[εννεασύλλαβος]]<br />[[στίχος]] που αποτελείται από [[εννέα]] συλλαβές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐννεασύλλαβον</i> (ενν. [[μέτρον]])<br />το σαπφικό [[μέτρο]] (δίμετρο υπερκατάληκτο). | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἐννεασύλλαβος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από [[εννέα]] συλλαβές<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[εννεασύλλαβος]]<br />[[στίχος]] που αποτελείται από [[εννέα]] συλλαβές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐννεασύλλαβον</i> (ενν. [[μέτρον]])<br />το σαπφικό [[μέτρο]] (δίμετρο υπερκατάληκτο). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐννεασύλλαβον, nine-syllabled, Steph.in Rh.321.16, AP13.19 tit.: -σύλλαβον (sc. μέτρον), τό, Σαπφικόν Heph.10.2.
Spanish (DGE)
-ον
prosod. eneasílabo de un verso sáfico, Heph.10.2, Sch.Pi.O.9 proem., de un glicónico resuelto, Sch.Pi.O.10 proem., κῶλα Steph.in Rh.321.16.
German (Pape)
[Seite 847] neunsylbig, Gramm.
Russian (Dvoretsky)
ἐννεασύλλαβος: грам., стих. девятисложный.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννεασύλλαβος: ἔχων ἐννέα συλλαβάς, δίμετρον δὲ ὑπερκατάληκτον, τὸ καλούμενον Σαπφικὸν ἐννεασύλλαβον Ἡφαιστ. 10, 5.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐννεασύλλαβος, -ον)
1. αυτός που αποτελείται από εννέα συλλαβές
2. το αρσ. ως ουσ. ο εννεασύλλαβος
στίχος που αποτελείται από εννέα συλλαβές
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐννεασύλλαβον (ενν. μέτρον)
το σαπφικό μέτρο (δίμετρο υπερκατάληκτο).