κωπηλατικός: Difference between revisions
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kopilatikos | |Transliteration C=kopilatikos | ||
|Beta Code=kwphlatiko/s | |Beta Code=kwphlatiko/s | ||
|Definition= | |Definition=κωπηλατική, κωπηλατικόν, [[of rowers]], ἐπίφθεγμα [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[ἄρρυ; πόνοι]] Sch.Opp.''H.''4.76. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1546.png Seite 1546]] ή, όν, der Ruderer, das Rudern betreffend, Hesych. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κωπηλᾰτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κωπηλάτην, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἄρρυ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κωπηλατικός]], -ή, -όν) [[κωπηλάτης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κωπηλάτη ή στην [[κωπηλασία]] («κωπηλατικοί αγώνες»). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 25 August 2023
English (LSJ)
κωπηλατική, κωπηλατικόν, of rowers, ἐπίφθεγμα Hsch. s.v. ἄρρυ; πόνοι Sch.Opp.H.4.76.
German (Pape)
[Seite 1546] ή, όν, der Ruderer, das Rudern betreffend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κωπηλᾰτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κωπηλάτην, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἄρρυ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κωπηλατικός, -ή, -όν) κωπηλάτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κωπηλάτη ή στην κωπηλασία («κωπηλατικοί αγώνες»).