διαλεκτέον: Difference between revisions
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
(6_20) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dialekteon | |Transliteration C=dialekteon | ||
|Beta Code=dialekte/on | |Beta Code=dialekte/on | ||
|Definition=(διαλέγομαι) | |Definition=([[διαλέγομαι]]) [[one must discourse]], Isoc.12.134, Pl.''Ly.'' 211c: esp. philosophically, Arist.''APo.''77b13, ''Metaph.''1012b7. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[hay que hablar]], [[hay que disertar]] οὐκέτι περὶ ἁπασῶν αὐτῶν Isoc.12.134, περὶ τῆς παρασκευῆς Isoc.5.95, περὶ τῆς πλεονεξίας Lib.<i>Or</i>.11.12, cf. Pl.<i>Ly</i>.211c, περὶ γεωμετρίας Arist.<i>APo</i>.77<sup>b</sup>13, ἐν ἀγεωμετρήτοις περὶ γεωμετρικῶν οὐ δ. Them.<i>in APo</i>.25.32, ἐξ ὁρισμοῦ Arist.<i>Metaph</i>.1012<sup>b</sup>7, cf. <i>Top</i>.164<sup>b</sup>8.<br /><b class="num">2</b> tr. [[hay que pronunciar]], [[hay que decir]] πρὸς δὲ τὸν οἶνον ἅπερ Eὐριπίδης πρὸς τὴν Ἀφροδίτην δ. Plu.2.312b. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=διαλεκτέον, adj. verb. van διαλέγομαι, er moet gediscussieerd worden. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαλεκτέον:''' adj. verb. к [[διαλέγομαι]] и [[διαλέγω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαλεκτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ διαλέγομαι, πρέπει τις νὰ διαλεχθῇ, συνομιλήσῃ, Ἰσοκρ. 260C, Πλάτ. Λύσ. 211C· ― ἰδίως διαλεκτικῶς, Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 1. 12, 3. | |lstext='''διαλεκτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ διαλέγομαι, πρέπει τις νὰ διαλεχθῇ, συνομιλήσῃ, Ἰσοκρ. 260C, Πλάτ. Λύσ. 211C· ― ἰδίως διαλεκτικῶς, Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 1. 12, 3. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διαλεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[διαλέγομαι]], πρέπει να συζητηθεί, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
(διαλέγομαι) one must discourse, Isoc.12.134, Pl.Ly. 211c: esp. philosophically, Arist.APo.77b13, Metaph.1012b7.
Spanish (DGE)
1 hay que hablar, hay que disertar οὐκέτι περὶ ἁπασῶν αὐτῶν Isoc.12.134, περὶ τῆς παρασκευῆς Isoc.5.95, περὶ τῆς πλεονεξίας Lib.Or.11.12, cf. Pl.Ly.211c, περὶ γεωμετρίας Arist.APo.77b13, ἐν ἀγεωμετρήτοις περὶ γεωμετρικῶν οὐ δ. Them.in APo.25.32, ἐξ ὁρισμοῦ Arist.Metaph.1012b7, cf. Top.164b8.
2 tr. hay que pronunciar, hay que decir πρὸς δὲ τὸν οἶνον ἅπερ Eὐριπίδης πρὸς τὴν Ἀφροδίτην δ. Plu.2.312b.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαλεκτέον, adj. verb. van διαλέγομαι, er moet gediscussieerd worden.
Russian (Dvoretsky)
διαλεκτέον: adj. verb. к διαλέγομαι и διαλέγω.
Greek (Liddell-Scott)
διαλεκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ διαλέγομαι, πρέπει τις νὰ διαλεχθῇ, συνομιλήσῃ, Ἰσοκρ. 260C, Πλάτ. Λύσ. 211C· ― ἰδίως διαλεκτικῶς, Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 1. 12, 3.
Greek Monotonic
διαλεκτέον: ρημ. επίθ. του διαλέγομαι, πρέπει να συζητηθεί, σε Πλάτ.