μητρῳακός: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
(c2)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=mētrōakos
|Transliteration B=mētrōakos
|Transliteration C=mitroakos
|Transliteration C=mitroakos
|Beta Code=mhtrw|ako/s
|Beta Code=mhtrw|ako/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μητρῷος]] 11, ἁγιστεῖαι Marin.<span class="title">Procl.</span>19; <b class="b3">μ. μέτρον</b>, of the galliambic, <span class="bibl">Heph. 12</span>.</span>
|Definition=μητρῳακή, μητρῳακόν, = [[μητρῷος]] II, ἁγιστεῖαι Marin.''Procl.''19; <b class="b3">μ. μέτρον</b>, of the galliambic, Heph. 12.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0180.png Seite 180]] = [[μητρῷος]], bes. aber die Kybele, die große Mutter der Götter betreffend, Suid. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0180.png Seite 180]] = [[μητρῷος]], bes. aber die Kybele, die große Mutter der Götter betreffend, Suid. u. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''μητρῳακός''': -ή, -όν, = [[μητρῷος]], ΙΙ, [[ὄνομα]] συγγράμματος Πρόκλου τοῦ Λυκίου, Μαρῖν. ἐν Βίῳ Πρόκλ. 33, «ἔγραψε... καὶ μητρῳακὴν βίβλον (ἔστι δὲ περὶ τὸν θεὸν [[θεολογία]])» Εὐδοκία Μακρεμ. 366.
}}
{{grml
|mltxt=[[μητρῳακός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει στη [[μητέρα]] τών θεών Κυβέλη ή στα μητρώα, ιερά της Κυβέλης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Μητρῷον</i> «[[ιερό]] της Κυβέλης» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ακός</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρῳακός Medium diacritics: μητρῳακός Low diacritics: μητρωακός Capitals: ΜΗΤΡΩΑΚΟΣ
Transliteration A: mētrōiakós Transliteration B: mētrōakos Transliteration C: mitroakos Beta Code: mhtrw|ako/s

English (LSJ)

μητρῳακή, μητρῳακόν, = μητρῷος II, ἁγιστεῖαι Marin.Procl.19; μ. μέτρον, of the galliambic, Heph. 12.

German (Pape)

[Seite 180] = μητρῷος, bes. aber die Kybele, die große Mutter der Götter betreffend, Suid. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μητρῳακός: -ή, -όν, = μητρῷος, ΙΙ, ὄνομα συγγράμματος Πρόκλου τοῦ Λυκίου, Μαρῖν. ἐν Βίῳ Πρόκλ. 33, «ἔγραψε... καὶ μητρῳακὴν βίβλον (ἔστι δὲ περὶ τὸν θεὸν θεολογία)» Εὐδοκία Μακρεμ. 366.

Greek Monolingual

μητρῳακός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει στη μητέρα τών θεών Κυβέλη ή στα μητρώα, ιερά της Κυβέλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μητρῷον «ιερό της Κυβέλης» + κατάλ. -ακός].